φάλης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[φαλλός]].
|btext=ητος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[φαλλός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ητος, και [[φαλῆς]], -ῆτος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[φαλλός]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Φάλης</i> και <i>Φαλῆς</i><br /><b>1.</b> [[θεός]] του οποίου η [[λατρεία]], όπως και του Πριάπου, ήταν συνδεδεμένη με την διονυσιακή [[λατρεία]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Ερμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[φαλλός]], πιθ. [[κατά]] το [[μύκης]], -<i>ητος</i> / -<i>εω</i>].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1253] ητος, ὁ, = φαλλός, das männliche Glied; Ar. Thesm. 291 Lys. 771; Theocr. ep. 4, 3 (IX, 437), παιδογόνος; vgl. Jac. A. P. 565. Die Attiker sollen φαλῆς betont haben.

French (Bailly abrégé)

ητος (ὁ) :
c. φαλλός.

Greek Monolingual

-ητος, και φαλῆς, -ῆτος, ὁ, Α
1. φαλλός
2. ως κύριο όν. ὁ Φάλης και Φαλῆς
1. θεός του οποίου η λατρεία, όπως και του Πριάπου, ήταν συνδεδεμένη με την διονυσιακή λατρεία
2. προσωνυμία του Ερμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φαλλός, πιθ. κατά το μύκης, -ητος / -εω].