κοινωνιμαῖος: Difference between revisions
From LSJ
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
(7) |
(21) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=koinwnimai=os | |Beta Code=koinwnimai=os | ||
|Definition=α, ον, = foreg.<span class="bibl">1.1</span>, <b class="b3">πράγματα, τοῖχος</b>, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>5.1728.8</span>, <span class="title">PMon.</span>16.19 (vi A.D.). | |Definition=α, ον, = foreg.<span class="bibl">1.1</span>, <b class="b3">πράγματα, τοῖχος</b>, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>5.1728.8</span>, <span class="title">PMon.</span>16.19 (vi A.D.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=κοινωνιμαῑος και κοινωνιμιαῑος, -αία, -ον (Α)<br /><b>πάπ.</b> αυτός που ανήκει από κοινού σε κάποιους, ο κοινής χρήσεως, ο [[κοινόχρηστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινωνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμαῖος</i> (από συνδυασμό τών καταλ. -<i>ιμος</i> και -<i>αῖος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επιστολ</i>-[[ιμαίος]], <i>υποβολ</i>-[[ιμαίος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον, = foreg.1.1, πράγματα, τοῖχος, PLond.5.1728.8, PMon.16.19 (vi A.D.).
Greek Monolingual
κοινωνιμαῑος και κοινωνιμιαῑος, -αία, -ον (Α)
πάπ. αυτός που ανήκει από κοινού σε κάποιους, ο κοινής χρήσεως, ο κοινόχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνός + κατάλ. -ιμαῖος (από συνδυασμό τών καταλ. -ιμος και -αῖος), πρβλ. επιστολ-ιμαίος, υποβολ-ιμαίος].