κοινωνιμαῖος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον, = κοινωνικός (held in common, held by corporations, relating to partnerships, social, sociable) I. 1, πράγματα, τοῖχος, PLond. 5.1728.8, PMon. 16.19 (vi AD).
Greek Monolingual
κοινωνιμαῖος και κοινωνιμιαῖος, -αία, -ον (Α)
πάπ. αυτός που ανήκει από κοινού σε κάποιους, ο κοινής χρήσεως, ο κοινόχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνός + κατάλ. -ιμαῖος (από συνδυασμό τών καταλ. -ιμος και -αῖος), πρβλ. επιστολιμαίος, υποβολιμαίος].