κρόμυον: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(7)
 
(6_21)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kro/muon
|Beta Code=kro/muon
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[κρόμμυον]].</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[κρόμμυον]].</span>
}}
{{ls
|lstext='''κρόμυον''': τό, «κρομμύδι», κρομύοιο λόπον Ὀδ. Τ. 233· ἐσθιόμενον ὡς [[προσφάγιον]], [[κρόμυον]] ποτῷ [[ὄψον]] Ἰλ. Λ. 630· ― [[μετέπειτα]] ἀείποτε [[κρόμμυον]], διὰ δύο μ, Ἡρόδ. 2. 125., 4. 17, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀριστοφ. (ἂν καὶ οἱ Ἀντιγραφ. [[συχνάκις]] γράφουσι [[κρόμυον]] δι’ ἑνὸς μ)· [[κελεύω]] κρόμμυα ἐσθίειν, = κλαίειν [[κελεύω]], Βίας παρὰ Διογ. Λ. 1. 83. ΙΙ. τὰ κρόμμυα, ἡ τῶν κρομμύων [[ἀγορά]], Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5. ― Πρβλ. [[σκόροδον]].
}}
}}

Revision as of 11:42, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρόμῠον Medium diacritics: κρόμυον Low diacritics: κρόμυον Capitals: ΚΡΟΜΥΟΝ
Transliteration A: krómyon Transliteration B: kromyon Transliteration C: kromyon Beta Code: kro/muon

English (LSJ)

   A v. κρόμμυον.

Greek (Liddell-Scott)

κρόμυον: τό, «κρομμύδι», κρομύοιο λόπον Ὀδ. Τ. 233· ἐσθιόμενον ὡς προσφάγιον, κρόμυον ποτῷ ὄψον Ἰλ. Λ. 630· ― μετέπειτα ἀείποτε κρόμμυον, διὰ δύο μ, Ἡρόδ. 2. 125., 4. 17, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστοφ. (ἂν καὶ οἱ Ἀντιγραφ. συχνάκις γράφουσι κρόμυον δι’ ἑνὸς μ)· κελεύω κρόμμυα ἐσθίειν, = κλαίειν κελεύω, Βίας παρὰ Διογ. Λ. 1. 83. ΙΙ. τὰ κρόμμυα, ἡ τῶν κρομμύων ἀγορά, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5. ― Πρβλ. σκόροδον.