λιθογράφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
(8)
 
(23)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=liqogra/fos
|Beta Code=liqogra/fos
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[λιθογλύφος]].</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[λιθογλύφος]].</span>
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[λιθογράφος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ειδικός]] στην [[τέχνη]] της λιθογραφίας, ο [[τεχνίτης]] που εκτελεί λιθογραφίες<br /><b>2.</b> [[μηχάνημα]] που χρησιμοποιείται για την [[εκτύπωση]] λιθογραφιών<br /><b>αρχ.</b><br />(δ. γρφ.) [[λιθογλύφος]].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθογράφος Medium diacritics: λιθογράφος Low diacritics: λιθογράφος Capitals: ΛΙΘΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: lithográphos Transliteration B: lithographos Transliteration C: lithografos Beta Code: liqogra/fos

English (LSJ)

   A v. λιθογλύφος.

Greek Monolingual

ο (Α λιθογράφος)
νεοελλ.
1. ο ειδικός στην τέχνη της λιθογραφίας, ο τεχνίτης που εκτελεί λιθογραφίες
2. μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την εκτύπωση λιθογραφιών
αρχ.
(δ. γρφ.) λιθογλύφος.