οἰακίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(9)
 
(6_23)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=oi)aki/zw
|Beta Code=oi)aki/zw
|Definition=Ion. οἰηκ-, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">steer</b>: hence, <b class="b2">govern, guide, manage</b>, τελαμῶσι σκυτίνοις οἰηκίζοντες [τὰς ἀσπίδας] <span class="bibl">Hdt.1.171</span> ; <b class="b3">[ἵππους] οἰ</b>. <b class="b2">guide</b> them (when swimming), <span class="bibl">Plb.3.43.4</span>, etc. :—Pass., of horses, ἀπὸ ῥαβδίου -ίζεσθαι <span class="bibl">Str.17.3.7</span> ; of the seasons, Gal.9.914. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., τὰ πάντα οἰ. Κεραυνός <span class="bibl">Heraclit.64</span> ; τοὺς νέους -οντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1172a21</span> :—Pass., ὁ κοινὸς βίος ὥσπερ ὑπὸ θεῶν τινος -όμενος <span class="bibl">D.S.18.59</span>.</span>
|Definition=Ion. οἰηκ-, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">steer</b>: hence, <b class="b2">govern, guide, manage</b>, τελαμῶσι σκυτίνοις οἰηκίζοντες [τὰς ἀσπίδας] <span class="bibl">Hdt.1.171</span> ; <b class="b3">[ἵππους] οἰ</b>. <b class="b2">guide</b> them (when swimming), <span class="bibl">Plb.3.43.4</span>, etc. :—Pass., of horses, ἀπὸ ῥαβδίου -ίζεσθαι <span class="bibl">Str.17.3.7</span> ; of the seasons, Gal.9.914. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., τὰ πάντα οἰ. Κεραυνός <span class="bibl">Heraclit.64</span> ; τοὺς νέους -οντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1172a21</span> :—Pass., ὁ κοινὸς βίος ὥσπερ ὑπὸ θεῶν τινος -όμενος <span class="bibl">D.S.18.59</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''οἰᾱκίζω''': Ἰων. οἰηκ-, [[στρέφω]] τὸν οἴακα, κυβερνῶ καὶ [[ἑπομένως]] ὁδηγῶ, [[διευθύνω]], κινῶ, πρὸς τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ [[μέρος]], τελαμῶσι σκυτίνοισι οἰηκίζοντες [τὰς ἀσπίδας] Ἡρόδ. 1. 171· ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῦ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος Πολύβ. 3. 43, 4, κτλ.· - Παθ., ἐπὶ ἵππων, ἀπὸ ῥαβδίου οἰακίζεσθαι Στράβ. 828. 2) μεταφ., τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 1, 1. - Παθ., ὁ κοινὸς [[βίος]] [[ὥσπερ]] ὑπὸ θεῶν τινος οἰακιζόμενος Διόδ. 18. 59.
}}
}}

Revision as of 10:47, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰᾱκίζω Medium diacritics: οἰακίζω Low diacritics: οιακίζω Capitals: ΟΙΑΚΙΖΩ
Transliteration A: oiakízō Transliteration B: oiakizō Transliteration C: oiakizo Beta Code: oi)aki/zw

English (LSJ)

Ion. οἰηκ-,

   A steer: hence, govern, guide, manage, τελαμῶσι σκυτίνοις οἰηκίζοντες [τὰς ἀσπίδας] Hdt.1.171 ; [ἵππους] οἰ. guide them (when swimming), Plb.3.43.4, etc. :—Pass., of horses, ἀπὸ ῥαβδίου -ίζεσθαι Str.17.3.7 ; of the seasons, Gal.9.914.    2 metaph., τὰ πάντα οἰ. Κεραυνός Heraclit.64 ; τοὺς νέους -οντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ Arist.EN1172a21 :—Pass., ὁ κοινὸς βίος ὥσπερ ὑπὸ θεῶν τινος -όμενος D.S.18.59.

Greek (Liddell-Scott)

οἰᾱκίζω: Ἰων. οἰηκ-, στρέφω τὸν οἴακα, κυβερνῶ καὶ ἑπομένως ὁδηγῶ, διευθύνω, κινῶ, πρὸς τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ μέρος, τελαμῶσι σκυτίνοισι οἰηκίζοντες [τὰς ἀσπίδας] Ἡρόδ. 1. 171· ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῦ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος Πολύβ. 3. 43, 4, κτλ.· - Παθ., ἐπὶ ἵππων, ἀπὸ ῥαβδίου οἰακίζεσθαι Στράβ. 828. 2) μεταφ., τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 1, 1. - Παθ., ὁ κοινὸς βίος ὥσπερ ὑπὸ θεῶν τινος οἰακιζόμενος Διόδ. 18. 59.