λιγυπνείων: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(Autenrieth) |
(5) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=οντος: [[loudly]] blowing, whistling, Od. 4.567†. | |auten=οντος: [[loudly]] blowing, whistling, Od. 4.567†. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῐγυπνείων:''' -οντος ([[πνέω]]), αυτός που φυσάει βγάζοντας διαπεραστικό ήχο, αυτός που σφυρίζει, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:48, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 43] οντος, laut wehend, sausend, ἀῆται, Od. 4, 567.
Greek (Liddell-Scott)
λῐγυπνείων: -οντος, (πνέω) λιγέως πνέων, συρίζων, λιγυπνείοντες ἀῆται Ὀδ. Δ. 567.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
au souffle harmonieux ou strident.
Étymologie: λιγύς, πνέω.
English (Autenrieth)
οντος: loudly blowing, whistling, Od. 4.567†.
Greek Monotonic
λῐγυπνείων: -οντος (πνέω), αυτός που φυσάει βγάζοντας διαπεραστικό ήχο, αυτός που σφυρίζει, σε Ομήρ. Οδ.