νάσσα: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(Autenrieth) |
(26) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=see [[ναίω]]. | |auten=see [[ναίω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κτενοβράγχιων γαστεροπόδων, γνωστό ίσως από το κρητιδικό και [[οπωσδήποτε]] από το ηώκαινο έως [[σήμερα]], που περιλαμβάνει [[πολλά]] υπογένη με όστρακο παχύ σε [[σχήμα]] κωνικής [[σπείρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nassa</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>nassa</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>nassa</i> «αλιευτικό [[καλάθι]]»].———————— <b>(II)</b><br />νᾱσσα, ἡ (Α)<br />(<b>βοιωτ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[νῆττα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:57, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
νάσσα: νάσσατο, ἴδε ἐν λέξ. ναίω.
French (Bailly abrégé)
v. ναίω¹.
English (Autenrieth)
see ναίω.
Greek Monolingual
(I)
η
ζωολ. γένος κτενοβράγχιων γαστεροπόδων, γνωστό ίσως από το κρητιδικό και οπωσδήποτε από το ηώκαινο έως σήμερα, που περιλαμβάνει πολλά υπογένη με όστρακο παχύ σε σχήμα κωνικής σπείρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nassa < νεολατ. nassa < λατ. nassa «αλιευτικό καλάθι»].———————— (II)
νᾱσσα, ἡ (Α)
(βοιωτ. τ.) βλ. νῆττα.