παρφάμενος: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(Autenrieth)
(5)
Line 4: Line 4:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[παράφημι]].
|auten=see [[παράφημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρφάμενος:''' ποιητ. αντί <i>παραφάμενος</i>, μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του [[παράφημι]]· [[παρφάσθαι]], απαρ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

part. prés. Moy. poét. de παράφημι.

English (Autenrieth)

see παράφημι.

Greek Monotonic

παρφάμενος: ποιητ. αντί παραφάμενος, μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του παράφημι· παρφάσθαι, απαρ.