πεδαμείβω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
(sl1_repeat)
(slb)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεδαμείβω''': Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ [[μεταμείβω]], Πινδ. Ο. 12. 18 ·
|lstext='''πεδαμείβω''': Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ [[μεταμείβω]], Πινδ. Ο. 12. 18 ·
}}
{{Slater
|sltr=[[πεδαμείβω]] (cf. [[μεταμείβω]].)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[exchange]] [[for]] c. acc. &amp; gen. ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδμειψαν χρόνῳ (O. 12.12)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[πεδαμείβω]] (cf. [[μεταμείβω]].)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[exchange]] [[for]] c. acc. &amp; gen. ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδμειψαν χρόνῳ (O. 12.12)
|sltr=[[πεδαμείβω]] (cf. [[μεταμείβω]].)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[exchange]] [[for]] c. acc. &amp; gen. ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδμειψαν χρόνῳ (O. 12.12)
}}
}}

Revision as of 12:37, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδᾰμείβω Medium diacritics: πεδαμείβω Low diacritics: πεδαμείβω Capitals: ΠΕΔΑΜΕΙΒΩ
Transliteration A: pedameíbō Transliteration B: pedameibō Transliteration C: pedameivo Beta Code: pedamei/bw

English (LSJ)

Aeol. for μεταμείβω, Pi.O.12.12.

German (Pape)

[Seite 540] dor. statt μεταμείβω, Pind. Ol. 12, 18.

Greek (Liddell-Scott)

πεδαμείβω: Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μεταμείβω, Πινδ. Ο. 12. 18 ·

English (Slater)

πεδαμείβω (cf. μεταμείβω.)
   1 exchange for c. acc. & gen. ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδμειψαν χρόνῳ (O. 12.12)

English (Slater)

πεδαμείβω (cf. μεταμείβω.)
   1 exchange for c. acc. & gen. ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδμειψαν χρόνῳ (O. 12.12)