Σκύριος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(sl1_repeat)
(slb)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de Skyros ; [[οἱ]] Σκύριοι les habitants de Skyros.<br />'''Étymologie:''' [[Σκῦρος]].
|btext=α, ον :<br />de Skyros ; [[οἱ]] Σκύριοι les habitants de Skyros.<br />'''Étymologie:''' [[Σκῦρος]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>Σκῡριος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of Skyros Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>Σκῡριος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of Skyros Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.
|sltr=<b>Σκῡριος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of Skyros Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.
}}
}}

Revision as of 12:38, 17 August 2017

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Skyros ; οἱ Σκύριοι les habitants de Skyros.
Étymologie: Σκῦρος.

English (Slater)

Σκῡριος
   1 of Skyros Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.

English (Slater)

Σκῡριος
   1 of Skyros Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.