πάχος: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=εος: [[thickness]], Od. 9.324†.
|auten=εος: [[thickness]], Od. 9.324†.
}}
{{Slater
|sltr=<b>πᾰχος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[thickness]] ([[δράκων]]) ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν [[κράτει]] (P. 4.245)
}}
{{Slater
|sltr=<b>πᾰχος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[thickness]] ([[δράκων]]) ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν [[κράτει]] (P. 4.245)
}}
}}

Revision as of 13:05, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάχος Medium diacritics: πάχος Low diacritics: πάχος Capitals: ΠΑΧΟΣ
Transliteration A: páchos Transliteration B: pachos Transliteration C: pachos Beta Code: pa/xos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό, (παχύς)

   A thickness, τόσσον ἔην μῆκος τόσσον π. Od.9.324 ; εἰ ἔχοι π. ἔχοι ἂν μόρια Meliss.9 ; τὸ π. τοῦ τείχους Th.1.93 ; τῆς πλίνθου Id.3.20 : pl., τὰ π. τῶν τριχῶν Arist.HA517b8 ; τὰ π. αὐτῶν ἐκμυελιεῖ LXX Nu.24.8 ; σκήνεια ὀρθὰ καὶ πάχη ἔχοντα PCair.Zen.353.11 (iii B. C.) : abs., πάχος in thickness, Hdt.4.81, IG12.372.11 ; also πάχει μάκει τε Pi.P.4.245.    2 σαρκὸς π. stoutness, E.Cyc. 380 ; διὰ πάχος τοῦ σώματος Antiph.19 ; opp. λεπτότης, Pl.R.523e, etc.    3 consistency, thickness, of liquids or fluids, Arist.Sens.441a29, GA739a12 ; τὸ π. τῆς θαλάσσης, attributed to its saltness, Id.Mete. 359a7 ; ὥστε γίνεσθαι τὸ π. ὡς κυκεῶνα Ph.Bel.89.21.    4 in concrete sense, thick mass, Dsc.5.18.

German (Pape)

[Seite 539] εος, τό, die Dicke; Od. 9, 324; πάχει μάκει τε, Pind. P. 4, 245; σαρκός, Eur. Cycl. 379; u. in Prosa, Her. 4, 81, Thuc. 3, 20, τείχους, 1, 90; Plat. im Ggstz von λεπτότης, Rep. VII, 523 e; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πάχος: [ᾰ], εος, τό, (παχύς) ὡς καὶ νῦν, τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον π. Ὀδ. Ι. 324· τὸ π. τοῦ τείχους Θουκ. 1. 93· τῆς πλίνθου 3. 20, πληθ., τὰ π. τῶν τριχῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 10, 2· ― ἀπολ., πάχος, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 4. 81· οὕτω, πάχει μάκει τε Πινδ. Π. 4. 436. 3) π. σαρκός, ὡς καὶ νῦν, Εὐρ. Κύκλ. 380· διὰ πάχος τοῦ σώματος Ἀντιφάνης ἐν «Αἰόλῳ» 2· ἀντίθετ. τῷ λεπτότης, Πλάτ. Πολ. 523Ε, κτλ. 3) π. ἔχειν, εἶμαι παχύς, ἔχω σύστασιν ἢ πυκνότητά τινα, ἐπὶ ὑγρῶν, Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 4. 7, περὶ Ζ. Γεν. 2. 4, 20· τὸ π. τῆς θαλάσσης, ἀποδιδόμενον εἰς τὴν ἁλμυρότητα αὐτῆς, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 3, 36.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 épaisseur;
2 embonpoint.
Étymologie: R. Παγ, ficher, figer, rendre consistant, épaissir ; cf. πήγνυμι, παχύς.

English (Autenrieth)

εος: thickness, Od. 9.324†.