κρόταφος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(cf. [[κόρση]], [[κάρη]]): [[temples]] of the [[head]], Il. 4.502, Il. 20.397; [[usually]] pl.
|auten=(cf. [[κόρση]], [[κάρη]]): [[temples]] of the [[head]], Il. 4.502, Il. 20.397; [[usually]] pl.
}}
{{Slater
|sltr=[[κρόταφος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[temple]] of the [[head]]. ]κροταφον[ Δ. 3. 8.
}}
}}

Revision as of 14:40, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρότᾰφος Medium diacritics: κρόταφος Low diacritics: κρόταφος Capitals: ΚΡΟΤΑΦΟΣ
Transliteration A: krótaphos Transliteration B: krotaphos Transliteration C: krotafos Beta Code: kro/tafos

English (LSJ)

ὁ,

   A side of the forehead, Il.4.502, 20.397, Ar.Ra.854: mostly in pl., temples, Il.13.188, al., Hdt.4.187, Hp.Prog.2, etc.; πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων Theoc.15.85, cf. 11.9, IG5(1).1355 (Abia); τοὺς κ. πολιοῦνται πρῶτον Arist.GA 784b35.    2 generally, side edge, profile, Procl.Hyp.3.6; κύκλου ib.17; of a brick, PMag.Par.1.30; κατὰ κρόταφον sideways, horizontally, Hero Bel.98.2, Ph.Bel.64.25, cf. 60.7; ἐπὶ κρορόταφον on its side, ib.66.13.    II metaph., slope of a mountain, A.Pr.721; ὑπὸ κροτάφοις Ἑλικῶνος Philiadasap.St.Byz. s.v. Θέσπεια.    III back of a book, Anon. ap. Suid.    IV edge or narrow side of a stele, IG42(1).109 iii 162, iv 129 (Epid.). (κόρταφος EM541.23, Et.Gud., Zonar., prob. to be read in Pl.Com.84; κότραφος PMag.Osl.1.152, etc.)

Greek (Liddell-Scott)

κρότᾰφος: ὁ, (κροτέω) τὸ πλάγιον τοῦ μετώπου (ἴδ. ἐν λέξ. κόρση), Ἰλ. Δ. 502., Υ. 397, Ἀριστοφ. Βάτρ. 854· ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οἱ κρόταφοι, τὰ «μηλίγγια», Λατ. tempora, Ἰλ. Ν. 188, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 4. 187, Ἱππ. Προγν. 36, καὶ Ἀττ.· ― παρὰ Θεοκρ., πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων, ἐπὶ τῆς πρώτης ἐμφανίσεως καὶ αὐξήσεως τῆς γενειάδος, 15. 85, πρβλ. 11. 9· καὶ ὁ Ἀριστ. παρατηρεῖ ὅτι, τοὺς κρ. πολιοῦνται πρῶτον π. Ζ. Γεν. 5. 4, 10. 3) σχῆμα κατὰ κρόταφον, ἐκ τοῦ πλαγίου, ἀντίθ. τῷ κατὰ μέτωπον, κατὰ πλάτος, Ἀρχ. Μαθημ. ΙΙ. μεταφορ. ἐπὶ ὄρους, ἡ πλευρὰ αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 721· ὑπὸ κροτάφοις Ἑλικῶνος Ἀνθ. Π. παράρτ. 94. ΙΙΙ. τὸ ὄπισθεν μέρος βιβλίου, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 tempe;
2 p. anal. sommet de montagne.
Étymologie: apparenté avec κόρση ; cf. κάρα.

English (Autenrieth)

(cf. κόρση, κάρη): temples of the head, Il. 4.502, Il. 20.397; usually pl.

English (Slater)

κρόταφος
   1 temple of the head. ]κροταφον[ Δ. 3. 8.