γυιαρκής: Difference between revisions
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(21) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γυιαρκής''': -ές, ὁ ἐνισχύων τά [[μέλη]], Πίνδ. Π. 3, 12. | |lstext='''γυιαρκής''': -ές, ὁ ἐνισχύων τά [[μέλη]], Πίνδ. Π. 3, 12. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[γυιαρκής]] <br /> <b>1</b> strengthening the limbs τέκτονα νωδυνίας ἥμερον γυιαρκέο̄ς Ἀσκλαπιόν (νωδυνιᾶν γυιαρκέων coni. Hermann) (P. 3.6) | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[γυιαρκής]] <br /> <b>1</b> strengthening the limbs τέκτονα νωδυνίας ἥμερον γυιαρκέο̄ς Ἀσκλαπιόν (νωδυνιᾶν γυιαρκέων coni. Hermann) (P. 3.6) | |sltr=[[γυιαρκής]] <br /> <b>1</b> strengthening the limbs τέκτονα νωδυνίας ἥμερον γυιαρκέο̄ς Ἀσκλαπιόν (νωδυνιᾶν γυιαρκέων coni. Hermann) (P. 3.6) | ||
}} | }} |
Revision as of 14:02, 17 August 2017
English (LSJ)
ές,
A strengthening the limbs, νωδυνία Pi.P.3.6.
German (Pape)
[Seite 508] ές, Glieder stärkend, Pind. P. 3, 6 νωδυνίαι.
Greek (Liddell-Scott)
γυιαρκής: -ές, ὁ ἐνισχύων τά μέλη, Πίνδ. Π. 3, 12.
English (Slater)
γυιαρκής
1 strengthening the limbs τέκτονα νωδυνίας ἥμερον γυιαρκέο̄ς Ἀσκλαπιόν (νωδυνιᾶν γυιαρκέων coni. Hermann) (P. 3.6)
English (Slater)
γυιαρκής
1 strengthening the limbs τέκτονα νωδυνίας ἥμερον γυιαρκέο̄ς Ἀσκλαπιόν (νωδυνιᾶν γυιαρκέων coni. Hermann) (P. 3.6)