ἀποσκίμπτω: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποσκίμπτω''': μέλλ. -ψω, = [[ἀποσκήπτω]]: παθ., δύο ἄγκυραι ἀγαθαὶ ἐκ ναὸς ἀπεσκίμθαι, [[εἶναι]] καλὸν νὰ ἔχῃ τις δύο ἀγκύρας ἐρριμένας ἐκ τοῦ πλοίου του εἰς τὴν θάλασσαν, Πινδ. Ο. 6. 172. | |lstext='''ἀποσκίμπτω''': μέλλ. -ψω, = [[ἀποσκήπτω]]: παθ., δύο ἄγκυραι ἀγαθαὶ ἐκ ναὸς ἀπεσκίμθαι, [[εἶναι]] καλὸν νὰ ἔχῃ τις δύο ἀγκύρας ἐρριμένας ἐκ τοῦ πλοίου του εἰς τὴν θάλασσαν, Πινδ. Ο. 6. 172. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ἀποσκίμπτω]] <br /> <b>1</b> [[throw]] [[down]] ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι (v. l. ἀπεσκῆφθαι) (O. 6.101) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 17 August 2017
English (LSJ)
A = ἀποσκήπτω.—Pass., δνο ἄγκυραι ἀγαθαὶ ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι it is good to have two anchors fastened to the ship, Pi. O.6.101.
German (Pape)
[Seite 325] = ἀποσκήπτω, Pind. Ol. 6, 101 δύο ἄγκυραι ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκίμπτω: μέλλ. -ψω, = ἀποσκήπτω: παθ., δύο ἄγκυραι ἀγαθαὶ ἐκ ναὸς ἀπεσκίμθαι, εἶναι καλὸν νὰ ἔχῃ τις δύο ἀγκύρας ἐρριμένας ἐκ τοῦ πλοίου του εἰς τὴν θάλασσαν, Πινδ. Ο. 6. 172.
English (Slater)
ἀποσκίμπτω
1 throw down ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι (v. l. ἀπεσκῆφθαι) (O. 6.101)