ἀγελάς: Difference between revisions
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
(big3_1) |
(CSV import) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-άδος<br />adj. fem. [[que pasta en libertad con la manada]], [[campero]] Sch.A.R.2.88b<br /><b class="num">•</b>subst. αἱ ἀ. [[reses]], <i>An.Athen</i>.1.584.13. | |dgtxt=-άδος<br />adj. fem. [[que pasta en libertad con la manada]], [[campero]] Sch.A.R.2.88b<br /><b class="num">•</b>subst. αἱ ἀ. [[reses]], <i>An.Athen</i>.1.584.13. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[αὐτή]] πού ἀνήκει στήν [[ἀγέλη]]). Ἀπό τό [[ἀγέλη]] (=κοπάδι) πού παράγεται ἀπό τό [[ρῆμα]] [[ἄγω]]. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό [[ἄγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 14 October 2022
Greek (Liddell-Scott)
ἀγελάς: -άδος, ἡ, (ἀγέλη) ἀνήκουσα εἰς ἀγέλην. Ὁ σχολιαστὴς Ἀπολλ. τοῦ Ροδ. ἑρμηνεύων τὸ «φορβάδος ἀμφὶ βοός», λέγει, «ὑπὲρ ἀγελάδος καὶ νομάδος καὶ εὐτραφοῦς βοός», Ἀπολλ. Ροδ. Ἀργον. ΙΙ, 89.
Spanish (DGE)
-άδος
adj. fem. que pasta en libertad con la manada, campero Sch.A.R.2.88b
•subst. αἱ ἀ. reses, An.Athen.1.584.13.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτή πού ἀνήκει στήν ἀγέλη). Ἀπό τό ἀγέλη (=κοπάδι) πού παράγεται ἀπό τό ρῆμα ἄγω. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ἄγω.