ἀγελάς
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
Greek (Liddell-Scott)
ἀγελάς: -άδος, ἡ, (ἀγέλη) ἀνήκουσα εἰς ἀγέλην. Ὁ σχολιαστὴς Ἀπολλ. τοῦ Ροδ. ἑρμηνεύων τὸ «φορβάδος ἀμφὶ βοός», λέγει, «ὑπὲρ ἀγελάδος καὶ νομάδος καὶ εὐτραφοῦς βοός», Ἀπολλ. Ροδ. Ἀργον. ΙΙ, 89.
Spanish (DGE)
-άδος
adj. fem. que pasta en libertad con la manada, campero Sch.A.R.2.88b
•subst. αἱ ἀ. reses, An.Athen.1.584.13.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτή πού ἀνήκει στήν ἀγέλη). Ἀπό τό ἀγέλη (=κοπάδι) πού παράγεται ἀπό τό ρῆμα ἄγω. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ἄγω.