αἰτητός: Difference between revisions

From LSJ
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[solicitado]], [[pedido]] ἀρχὴν οὐκ αἰτητόν S.<i>OT</i> 384.<br /><b class="num">2</b> lóg., subst. τὸ αἰ. [[postulado]] ἡ τῶν αἰτητῶν φύσις Gal.<i>Ins.Log</i>.14.11.
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[solicitado]], [[pedido]] ἀρχὴν οὐκ αἰτητόν S.<i>OT</i> 384.<br /><b class="num">2</b> lóg., subst. τὸ αἰ. [[postulado]] ἡ τῶν αἰτητῶν φύσις Gal.<i>Ins.Log</i>.14.11.
}}
{{grml
|mltxt=[[αἰτητός]], -ή, -όν (Α) [[αἰτῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] ζητήθηκε ή τον οποίο ζητεί [[κανείς]]<br /><b>2.</b> «οὐκ [[αἰτητός]]», αυτός που παρέχεται, που δίνεται δωρεάν, [[χωρίς]] να ζητηθεί.
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰτητός Medium diacritics: αἰτητός Low diacritics: αιτητός Capitals: ΑΙΤΗΤΟΣ
Transliteration A: aitētós Transliteration B: aitētos Transliteration C: aititos Beta Code: ai)thto/s

English (LSJ)

όν, verb. Adj.

   A asked for, ἀρχὴν δωρητόν, οὐκ αἰτητόν freely given, not asked for, S.OT384.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτητός: -όν, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ζητεῖ τις, ἀρχὴν δωρητὸν οὐκ αἰτητόν, δωρεὰν δοθεῖσαν, μὴ αἰτηθεῖσαν, Σοφ. Ο. Τ. 384.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
demandé, souhaité.
Étymologie: αἰτέω.

Spanish (DGE)

-όν
1 solicitado, pedido ἀρχὴν οὐκ αἰτητόν S.OT 384.
2 lóg., subst. τὸ αἰ. postulado ἡ τῶν αἰτητῶν φύσις Gal.Ins.Log.14.11.

Greek Monolingual

αἰτητός, -ή, -όν (Α) αἰτῶ
1. αυτός ο οποίος ζητήθηκε ή τον οποίο ζητεί κανείς
2. «οὐκ αἰτητός», αυτός που παρέχεται, που δίνεται δωρεάν, χωρίς να ζητηθεί.