ἀπόρνυμαι: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(big3_6) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀπόρνῠμαι)<br />[[partir]], [[lanzarse desde]] Λυκίηθεν <i>Il</i>.5.105, [[ἔνθεν]] (Ἑλικῶνος) Hes.<i>Th</i>.9, Λήμνου A.R.1.800, Πιερίηθεν <i>Epic.Alex.Adesp.SHell</i>.938.4, ποταμοῖο Colluth.6. | |dgtxt=(ἀπόρνῠμαι)<br />[[partir]], [[lanzarse desde]] Λυκίηθεν <i>Il</i>.5.105, [[ἔνθεν]] (Ἑλικῶνος) Hes.<i>Th</i>.9, Λήμνου A.R.1.800, Πιερίηθεν <i>Epic.Alex.Adesp.SHell</i>.938.4, ποταμοῖο Colluth.6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀπόρνυμαι]] (Α) [[όρνυμαι]]<br /><b>1.</b> σηκώνομαι και [[φεύγω]]<br /><b>2.</b> [[ξεκινώ]] από κάποιο [[μέρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A start from a place, ἀπορνύμενον Λυκίηθεν Il.5.105, cf. Hes.Th.9, A.R.1.800.
German (Pape)
[Seite 322] (s. ὄρνυμι), von einem Orte aus aufbrechen, Λυκίηθεν Il. 5, 105; ἔνθεν Hes. Th. 9; sp. D., Ap. Rh. 1, 800; Col. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόρνῠμαι: παθ. ἀφορμῶ, «ξεκινῶ» ἀπό τινος τόπου, ἀπορνύμενος Λυκίηθεν Ἰλ. Ε. 105, πρβλ. Ἡσ. Θ. 9, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 800.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
s’élancer, partir de.
Étymologie: ἀπό, ὄρνυμαι.
English (Autenrieth)
(ὄρνῦμι): set out from; Λυκιηθεν, Il. 5.105†.
Spanish (DGE)
(ἀπόρνῠμαι)
partir, lanzarse desde Λυκίηθεν Il.5.105, ἔνθεν (Ἑλικῶνος) Hes.Th.9, Λήμνου A.R.1.800, Πιερίηθεν Epic.Alex.Adesp.SHell.938.4, ποταμοῖο Colluth.6.
Greek Monolingual
ἀπόρνυμαι (Α) όρνυμαι
1. σηκώνομαι και φεύγω
2. ξεκινώ από κάποιο μέρος.