ἀφαιρετικός: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(big3_8)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que quita]], [[que priva de]] c. gen. στοιχείου A.D.<i>Adu</i>.165.12, ὁ χρόνος ... τῆς ἐλπίδος ἀ. Vett.Val.268.23, cf. <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(2).136.16, ἀφαιρετικὰ ὀνόματα nombres de valor privativo</i> Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.580, cf. Basil.<i>Eunom</i>.1.10.<br /><b class="num">2</b> gram. [[ablativo]] πτῶσις Dosith.392, cf. <i>Gloss</i>.2.252.<br /><b class="num">3</b> astrol. [[retrógrado]] del mov. de los astros, Ptol.<i>Tetr</i>.1.24.3.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que quita]], [[que priva de]] c. gen. στοιχείου A.D.<i>Adu</i>.165.12, ὁ χρόνος ... τῆς ἐλπίδος ἀ. Vett.Val.268.23, cf. <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(2).136.16, ἀφαιρετικὰ ὀνόματα nombres de valor privativo</i> Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.580, cf. Basil.<i>Eunom</i>.1.10.<br /><b class="num">2</b> gram. [[ablativo]] πτῶσις Dosith.392, cf. <i>Gloss</i>.2.252.<br /><b class="num">3</b> astrol. [[retrógrado]] del mov. de los astros, Ptol.<i>Tetr</i>.1.24.3.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀφαιρετικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[αφαίρεση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αφαιρετική</i><br />αρχαία [[πτώση]] των ονομάτων των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[αρνητικός]].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφαιρετικός Medium diacritics: ἀφαιρετικός Low diacritics: αφαιρετικός Capitals: ΑΦΑΙΡΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aphairetikós Transliteration B: aphairetikos Transliteration C: afairetikos Beta Code: a)fairetiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for taking away, τινός A.D.Adv.165.12; χρόνος ἐλπίδος ἀ. Vett. Val.281.4; τὰ ἀ. τῶν βοηθημάτων evacuant remedies, prob. l. in Herod.Med.in Rh.Mus. 58.87.    II Astrol., retrograde, of planetary motion, Ptol.Tetr. 52, etc.

German (Pape)

[Seite 406] wegnehmend, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαιρετικός: -ή, -όν, πρὸς ἀφαίρεσιν ἐπιτήδειος, ἡ δὲ ἀφέλεια ἕξις ἀφαιρετική τῶν περιττῶν Κλήμ. Ἀλ. 286.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que quita, que priva de c. gen. στοιχείου A.D.Adu.165.12, ὁ χρόνος ... τῆς ἐλπίδος ἀ. Vett.Val.268.23, cf. Cat.Cod.Astr.8(2).136.16, ἀφαιρετικὰ ὀνόματα nombres de valor privativo Gr.Nyss.Eun.2.580, cf. Basil.Eunom.1.10.
2 gram. ablativo πτῶσις Dosith.392, cf. Gloss.2.252.
3 astrol. retrógrado del mov. de los astros, Ptol.Tetr.1.24.3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀφαιρετικός, -ή, -όν)
1. ο ικανός ή κατάλληλος για αφαίρεση
2. το θηλ. ως ουσ. η αφαιρετική
αρχαία πτώση των ονομάτων των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών
αρχ.-μσν.
ο αρνητικός.