πλαγιοτομία: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(10)
 
(32)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=plagiotomi/a
|Beta Code=plagiotomi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">oblique incision</b>, Leonid. ap. <span class="bibl">Aët.15.5</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">oblique incision</b>, Leonid. ap. <span class="bibl">Aët.15.5</span>.</span>
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(γεωδ.-τοπογρ.) ειδική [[περίπτωση]] εφαρμογής της εμπροσθοτομίας, όταν ένα από τα δύο γνωστά [[σημεία]] [[είναι]] απρόσιτο, όπως λ.χ. [[είναι]] ένα αδιάβατο [[έδαφος]] ή η [[κορυφή]] ενός καμπαναριού κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br />λοξή [[εντομή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάγιος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τομία]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>τομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>καινο</i>-[[τομία]].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰγιοτομία Medium diacritics: πλαγιοτομία Low diacritics: πλαγιοτομία Capitals: ΠΛΑΓΙΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: plagiotomía Transliteration B: plagiotomia Transliteration C: plagiotomia Beta Code: plagiotomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A oblique incision, Leonid. ap. Aët.15.5.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
(γεωδ.-τοπογρ.) ειδική περίπτωση εφαρμογής της εμπροσθοτομίας, όταν ένα από τα δύο γνωστά σημεία είναι απρόσιτο, όπως λ.χ. είναι ένα αδιάβατο έδαφος ή η κορυφή ενός καμπαναριού κ.λπ.
αρχ.
λοξή εντομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + -τομία (< -τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. καινο-τομία.