ἀντιστατικός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(big3_5) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[opuesto]], [[hostil]] φύσεις τῶν δαιμόνων Meth.<i>Porph</i>.1.5.<br /><b class="num">2</b> [[equilibrado]] [[ἀντίθεσις]] Hermog.<i>Stat</i>.42, 63.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[en oposición]] Gr.Nyss.M.44.645D. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[opuesto]], [[hostil]] φύσεις τῶν δαιμόνων Meth.<i>Porph</i>.1.5.<br /><b class="num">2</b> [[equilibrado]] [[ἀντίθεσις]] Hermog.<i>Stat</i>.42, 63.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[en oposición]] Gr.Nyss.M.44.645D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ο (Α [[ἀντιστατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που περιορίζει τον σχηματισμό στατικού ηλεκτρισμού<br /><b>αρχ.</b><br />ο διατεθειμένος, ο [[πρόθυμος]] ν' αντισταθεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a counter-plea (cf. ἀντίστασις 111), Hermog.Stat.5,10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιστατικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς ἀντίστασιν διατεθειμένος, Ἑρμογ.: Ἐπίρρ. -κῶς Γρηγ. Νύσσ. - οὕτως ἀντίστατος, ον, Γρηγ. Ναζ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1opuesto, hostil φύσεις τῶν δαιμόνων Meth.Porph.1.5.
2 equilibrado ἀντίθεσις Hermog.Stat.42, 63.
II adv. -ῶς en oposición Gr.Nyss.M.44.645D.
Greek Monolingual
-ή, -ο (Α ἀντιστατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που περιορίζει τον σχηματισμό στατικού ηλεκτρισμού
αρχ.
ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος ν' αντισταθεί.