αἰγινόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(αἰγῐνόμος) -ον<br />[[que da pasto]], [[que sirve de pasto a las cabras]]de tierras, D.H.1.33.
|dgtxt=(αἰγῐνόμος) -ον<br />[[que da pasto]], [[que sirve de pasto a las cabras]]de tierras, D.H.1.33.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰγῐνόμος:''' -ον ([[αἴξ]], [[νέμω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εκτρέφει κατσίκια, γίδια· ως ουσ., [[αιγοβοσκός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[αἰγίνομος]] (προπαροξ.), Παθ., αυτός που βόσκεται, που τρώγεται από τις κατσίκες· [[βοτάνη]], στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 17:30, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰγῐνόμος Medium diacritics: αἰγινόμος Low diacritics: αιγινόμος Capitals: ΑΙΓΙΝΟΜΟΣ
Transliteration A: aiginómos Transliteration B: aiginomos Transliteration C: aiginomos Beta Code: ai)gino/mos

English (LSJ)

ον, (νέμω

   A feeding goats: Subst., goatherd, AP6.221 (Leon.), cf. 9.744 (Leon.).    II αἰγίνομος, ον, Pass., browsed by goats, βοτάνη ib. 217 (Muc. Scaev.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰγῐνόμος: -ον, (νέμω) ὁ νέμων αἶγας: ὡς οὐσιαστ. αἰγοβοσκός, Ἀνθ. Π. 6. 221, πρβλ. 9. 744. ΙΙ. αἰγίνομος (προπαροξ.) παθ. = ἐσθιόμενος ὑπὸ αἰγῶν· βοτάνη, Ἀνθ. Π. 9. 217.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. αἰγινομεύς.
Étymologie: αἴξ, νέμω.

Spanish (DGE)

(αἰγῐνόμος) -ον
que da pasto, que sirve de pasto a las cabrasde tierras, D.H.1.33.

Greek Monotonic

αἰγῐνόμος: -ον (αἴξ, νέμω),
I. αυτός που εκτρέφει κατσίκια, γίδια· ως ουσ., αιγοβοσκός, σε Ανθ.
II. αἰγίνομος (προπαροξ.), Παθ., αυτός που βόσκεται, που τρώγεται από τις κατσίκες· βοτάνη, στο ίδ.