διάτροπος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[cambiante]] τρόποι E.<i>IA</i> 559 (cód.). | |dgtxt=-ον [[cambiante]] τρόποι E.<i>IA</i> 559 (cód.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διάτροπος]], -ον (Α) [[διατρέπω]]<br />αυτός που τρέπεται [[προς]] διάφορες κατευθύνσεις, [[ευμετάβλητος]], [[ασταθής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A various in dispositions, τρόποις E.IA559 codd.
Greek (Liddell-Scott)
διάτροπος: -ον, ποικίλος τὰς διαθέσεις, εὐμετάβλητος, ἀσταθής, τρόποις Εὐρ. Ι.Α. 560.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
changeant, mobile.
Étymologie: διατρέπω.
Spanish (DGE)
-ον cambiante τρόποι E.IA 559 (cód.).
Greek Monolingual
διάτροπος, -ον (Α) διατρέπω
αυτός που τρέπεται προς διάφορες κατευθύνσεις, ευμετάβλητος, ασταθής.