ἀνεκπλήρωτος: Difference between revisions
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[imposible de realizar]] τἀγαθόν Phld.<i>D</i>.1.12. | |dgtxt=-ον [[imposible de realizar]] τἀγαθόν Phld.<i>D</i>.1.12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεκπλήρωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] δυνατόν να εκπληρωθεί, [[απραγματοποίητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν έχει [[ακόμη]] ολοκληρωθεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A incapable of fulfilment, τἀγαθὸν<οὐκ>-τον Phld.D.1.12.
German (Pape)
[Seite 221] nicht auszufüllen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκπλήρωτος: -ον, ὁ μὴ πληρωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ πληρωθῇ, Ἀποσπ. Ἡρακλεωτ. σ. 211 Scott.
Spanish (DGE)
-ον imposible de realizar τἀγαθόν Phld.D.1.12.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεκπλήρωτος, -ον)
αυτός που δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθεί, απραγματοποίητος
νεοελλ.
εκείνος που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.