ἐκλήπτωρ: Difference between revisions Search Google

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(big3_13)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ορος, ὁ<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> pap. frec. ἐγλημπ-<br /><b class="num">1</b> [[arrendatario]], [[recaudador de impuestos y tasas mediante arriendo]], c. gen. ἐ. δρυμῶν <i>PIFAO</i> 3.22.2 (I d.C.), μέλιτος καὶ κηροῦ <i>PLond</i>.1171ue.1.7 (I d.C.), γερδ(ίων) <i>POxy</i>.262.1 (I d.C.) en <i>BL</i> 7.129, ζυγοστασίου μητροπόλεως <i>PSI</i> 459.1 (I d.C.), de paso de animales διπλώματος ὄνων <i>PHamb</i>.9.3, 22, cf. <i>PTeb</i>.507 (ambos II d.C.), Iust.<i>Nou</i>.123.6, 130.3, ἐ. [ο] ὐσίας τοῦ ... Αὐτοκράτορος <i>POxy</i>.2837.1 (I d.C.), cf. <i>CPR</i> 15.15.3 (I a.C.), διέγραψεν ... τοῖς λοι(ποῖς) ἐγλήμπτ(ορσι) <i>PFay</i>.58.6, cf. <i>PMerton</i> 64.3 (ambos II d.C.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[usurpador]] ἀλλοτρίων Epiph.Const.<i>Haer</i>.66.85.6.
|dgtxt=-ορος, ὁ<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> pap. frec. ἐγλημπ-<br /><b class="num">1</b> [[arrendatario]], [[recaudador de impuestos y tasas mediante arriendo]], c. gen. ἐ. δρυμῶν <i>PIFAO</i> 3.22.2 (I d.C.), μέλιτος καὶ κηροῦ <i>PLond</i>.1171ue.1.7 (I d.C.), γερδ(ίων) <i>POxy</i>.262.1 (I d.C.) en <i>BL</i> 7.129, ζυγοστασίου μητροπόλεως <i>PSI</i> 459.1 (I d.C.), de paso de animales διπλώματος ὄνων <i>PHamb</i>.9.3, 22, cf. <i>PTeb</i>.507 (ambos II d.C.), Iust.<i>Nou</i>.123.6, 130.3, ἐ. [ο] ὐσίας τοῦ ... Αὐτοκράτορος <i>POxy</i>.2837.1 (I d.C.), cf. <i>CPR</i> 15.15.3 (I a.C.), διέγραψεν ... τοῖς λοι(ποῖς) ἐγλήμπτ(ορσι) <i>PFay</i>.58.6, cf. <i>PMerton</i> 64.3 (ambos II d.C.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[usurpador]] ἀλλοτρίων Epiph.Const.<i>Haer</i>.66.85.6.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐκλήπτωρ]] και ἐκλήμπτωρ, ο (AM)<br />[[εργολήπτης]], [[ανάδοχος]] έργου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εισπράκτορας]] φόρων<br /><b>2.</b> αυτός που παίρνει [[μισθό]] για κάποια [[υπηρεσία]].
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλήπτωρ Medium diacritics: ἐκλήπτωρ Low diacritics: εκλήπτωρ Capitals: ΕΚΛΗΠΤΩΡ
Transliteration A: eklḗptōr Transliteration B: eklēptōr Transliteration C: ekliptor Beta Code: e)klh/ptwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, later ἐκληπτ-λήμπτωρ,

   A contractor of works, PFay.58.6 (ii A.D.), etc.    2 tax-collector, Just.Nov.130.3, al.

German (Pape)

[Seite 767] ορος, ὁ, Uebernehmer einer bedungenen Arbeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλήπτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἀναλαμβάνων τὴν ἐκτέλεσιν ἔργου, ἐργολάβος, Λατ. conductor, Ἐπιφαν. Π. 165Β. 2) εἰσπράκτωρ φόρων, Ἰουστ. Νεαρ. 123, 6., 130, 3, κτλ.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ

• Grafía: pap. frec. ἐγλημπ-
1 arrendatario, recaudador de impuestos y tasas mediante arriendo, c. gen. ἐ. δρυμῶν PIFAO 3.22.2 (I d.C.), μέλιτος καὶ κηροῦ PLond.1171ue.1.7 (I d.C.), γερδ(ίων) POxy.262.1 (I d.C.) en BL 7.129, ζυγοστασίου μητροπόλεως PSI 459.1 (I d.C.), de paso de animales διπλώματος ὄνων PHamb.9.3, 22, cf. PTeb.507 (ambos II d.C.), Iust.Nou.123.6, 130.3, ἐ. [ο] ὐσίας τοῦ ... Αὐτοκράτορος POxy.2837.1 (I d.C.), cf. CPR 15.15.3 (I a.C.), διέγραψεν ... τοῖς λοι(ποῖς) ἐγλήμπτ(ορσι) PFay.58.6, cf. PMerton 64.3 (ambos II d.C.).
2 fig. usurpador ἀλλοτρίων Epiph.Const.Haer.66.85.6.

Greek Monolingual

ἐκλήπτωρ και ἐκλήμπτωρ, ο (AM)
εργολήπτης, ανάδοχος έργου
μσν.
1. εισπράκτορας φόρων
2. αυτός που παίρνει μισθό για κάποια υπηρεσία.