διαρροιζέω: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
(big3_11)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[atravesar silbando]]de una flecha ἐς δὲ πλεύμονας στέρνων διερροίζησεν S.<i>Tr</i>.568<br /><b class="num">•</b>[[atravesar como una exhalación]] de pers. c. ac. de lugar ἠερίην ἁψῖδα διερροίζησε ... εἰς δόμον Nonn.<i>D</i>.41.276.
|dgtxt=[[atravesar silbando]]de una flecha ἐς δὲ πλεύμονας στέρνων διερροίζησεν S.<i>Tr</i>.568<br /><b class="num">•</b>[[atravesar como una exhalación]] de pers. c. ac. de lugar ἠερίην ἁψῖδα διερροίζησε ... εἰς δόμον Nonn.<i>D</i>.41.276.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαρροιζέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σφυρίζω]] [[ανάμεσα]], με γεν., σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρροιζέω Medium diacritics: διαρροιζέω Low diacritics: διαρροιζέω Capitals: ΔΙΑΡΡΟΙΖΕΩ
Transliteration A: diarroizéō Transliteration B: diarroizeō Transliteration C: diarroizeo Beta Code: diarroize/w

English (LSJ)

   A to whizz through, διερροίζησε στέρνων [ὁ ἰός] S.Tr. 568.

Greek (Liddell-Scott)

διαρροιζέω: διέρχομαι μετὰ συριγμοῦ, διερροίζησε στέρνων [ὁ ἰός] Σοφ. Τρ. 568.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. 3ᵉ sg. διερροίζησε;
traverser en sifflant, gén..
Étymologie: διά, ῥοιζέω.

Spanish (DGE)

atravesar silbandode una flecha ἐς δὲ πλεύμονας στέρνων διερροίζησεν S.Tr.568
atravesar como una exhalación de pers. c. ac. de lugar ἠερίην ἁψῖδα διερροίζησε ... εἰς δόμον Nonn.D.41.276.

Greek Monotonic

διαρροιζέω: μέλ. -ήσω, σφυρίζω ανάμεσα, με γεν., σε Σοφ.