ἐλεοδύτης: Difference between revisions

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
(big3_14b)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[encargado de mesa]]de los delios, que ejercía esta función en los festines sagrados, Ath.173a, b.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[encargado de mesa]]de los delios, que ejercía esta función en los festines sagrados, Ath.173a, b.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐλεοδύτης]], ο (AM)<br />[[υπηρέτης]] ή [[επιστάτης]] σε [[μαγειρείο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίθετο]] τών Δηλίων που υπηρετούσαν ως μάγειροι [[κατά]] τα Δήλια.
}}
}}

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλεοδύτης Medium diacritics: ἐλεοδύτης Low diacritics: ελεοδύτης Capitals: ΕΛΕΟΔΥΤΗΣ
Transliteration A: eleodýtēs Transliteration B: eleodytēs Transliteration C: eleodytis Beta Code: e)leodu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A sacrificial cook at Delos, Ath.4.173a.

German (Pape)

[Seite 795] ὁ, nach Ath. IV, 173 a allgemeine Benennung von Küchendienern, s. ἐλεός.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεοδύτης: -ου, ῠ, ὁ, ἐπίθετον τῶν Δηλίων, «ἐλεοδύται, διὰ τὸ τοῖς ἐλεοῖς ὑποδύεσθαι διακονοῦντες ἐν ταῖς θοίναις· ἐλεὸς δ’ ἐστὶν ἡ μαγειρικὴ τράπεζα» Ἀθήν. 173Α.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
encargado de mesade los delios, que ejercía esta función en los festines sagrados, Ath.173a, b.

Greek Monolingual

ἐλεοδύτης, ο (AM)
υπηρέτης ή επιστάτης σε μαγειρείο
αρχ.
επίθετο τών Δηλίων που υπηρετούσαν ως μάγειροι κατά τα Δήλια.