ἐκπειράομαι: Difference between revisions

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
(big3_14b)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [en v. act. Aesop.36.2]<br /><b class="num">1</b> [[poner a prueba]] c. gen. δείσας μὴ εὑ ἐκπειρῷτο [[Δαρεῖος]] temiendo que Darío lo estuviera poniendo a prueba</i> Hdt.3.135, ἀλλήλων τε μὴ 'κπειρωμένους sin que se pongan a prueba los unos a los otros</i> (prob. sent. sexual), Ar.<i>Lys</i>.1113, cf. Men.<i>Epit</i>.630<br /><b class="num">•</b>c. ac. βουλόμενος ἐκπειρᾶσαι τοῦτο (τὸ μαντεῖον) Aesop.l.c., c. ac. y gen. καί σου τοσοῦτο ... ἐκπειράσομαι Ar.<i>Eq</i>.1234<br /><b class="num">•</b>c. inf. [[intentar]] ἐκπειρᾷ λέγειν; ¿estás intentado que yo hable?</i> S.<i>OT</i> 360<br /><b class="num">•</b>c. [[εἴτε]] ... [[εἴτε]] [[intentar saber si ... o si ...]] Pl.<i>Ep</i>.362e.<br /><b class="num">2</b> c. interrog. indir. [[experimentar]] εἰ ... κἀξεπειράθην ... οἷον στέρεσθαι πατέρα γίγνεται τέκνων si hubiera experimentado qué significa que un padre se vea privado de sus hijos</i> E.<i>Supp</i>.1089.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [en v. act. Aesop.36.2]<br /><b class="num">1</b> [[poner a prueba]] c. gen. δείσας μὴ εὑ ἐκπειρῷτο [[Δαρεῖος]] temiendo que Darío lo estuviera poniendo a prueba</i> Hdt.3.135, ἀλλήλων τε μὴ 'κπειρωμένους sin que se pongan a prueba los unos a los otros</i> (prob. sent. sexual), Ar.<i>Lys</i>.1113, cf. Men.<i>Epit</i>.630<br /><b class="num">•</b>c. ac. βουλόμενος ἐκπειρᾶσαι τοῦτο (τὸ μαντεῖον) Aesop.l.c., c. ac. y gen. καί σου τοσοῦτο ... ἐκπειράσομαι Ar.<i>Eq</i>.1234<br /><b class="num">•</b>c. inf. [[intentar]] ἐκπειρᾷ λέγειν; ¿estás intentado que yo hable?</i> S.<i>OT</i> 360<br /><b class="num">•</b>c. [[εἴτε]] ... [[εἴτε]] [[intentar saber si ... o si ...]] Pl.<i>Ep</i>.362e.<br /><b class="num">2</b> c. interrog. indir. [[experimentar]] εἰ ... κἀξεπειράθην ... οἷον στέρεσθαι πατέρα γίγνεται τέκνων si hubiera experimentado qué significa que un padre se vea privado de sus hijos</i> E.<i>Supp</i>.1089.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπειράομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ ἐξεπειράθην [ᾱ]·<br /><b class="num">1.</b> [[θέτω]] σε [[δοκιμή]], [[ελέγχω]], [[δοκιμάζω]], [[εξετάζω]], με γεν. προσ., σε Ηρόδ.· με απαρ., <i>ἐκπειρᾷ λέγειν</i>, με προκαλείς να μιλήσω, να πω κι άλλα, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ερευνώ]], ζητώ πληροφορίες για κάποιον, <i>τί τινος</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπειράομαι Medium diacritics: ἐκπειράομαι Low diacritics: εκπειράομαι Capitals: ΕΚΠΕΙΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: ekpeiráomai Transliteration B: ekpeiraomai Transliteration C: ekpeiraomai Beta Code: e)kpeira/omai

English (LSJ)

aor. ἐξεπειράθην [ᾱ],

   A make trial of, prove, tempt, c. gen. pers., Hdt.3.135 : c. inf., ἐκπειρᾷ λέγειν; art thou tempting me to speak? S.OT 360 codd. : folld. by a relat., κἀξεπειράθην..οἷον στέρεσθαι γίγνεται E.Supp.1089 ; ἐ. εἴτε.. Pl.Ep.362e.    2 inquire, ask of another, τί τινος Ar.Eq.1234.—Late in Act., Hld.7.19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπειράομαι: μέλλ. -άσομαι ᾱ: ἀόρ. ἐξεπειράθην ᾱ: - πειρῶμαι, δοκιμάζω τι, πειράζω, μετὰ γεν. προσ., Ἡρόδ. 3. 135· μετ’ ἀπαρ., ἢ ’κπειρᾷ λέγειν; ἢ θέλεις νά με κάμῃς νὰ εἴπω καὶ ἄλλα; Σοφ. Ο. Τ. 360· ἴδε σημ. Jebb, ὅστις ἔχει: ἢ ’κπειρᾷ λέγων; - ἀκολουθούμενον ὑπὸ ἀναφορικοῦ, κἀξεπειράθην... οἷον στέρεσθαι γίγνεται Εὐρ. Ἱκ. 1089· ἐκπ. εἰ... Πλάτ. Ἐπιστ. 362Ε. 2) ἐρωτῶ, ἐρευνῶ περί τινος, τί τινος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1234.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
f. ἐκπειράσομαι, ao. ἐξεπειράθην;
1 faire l’épreuve de, éprouver : τινος qqn ; ἐκπειρᾷ λέγειν ; SOPH cherches-tu à me faire parler ?;
2 chercher à savoir, rechercher, tenter.
Étymologie: ἐκ, πειράομαι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [en v. act. Aesop.36.2]
1 poner a prueba c. gen. δείσας μὴ εὑ ἐκπειρῷτο Δαρεῖος temiendo que Darío lo estuviera poniendo a prueba Hdt.3.135, ἀλλήλων τε μὴ 'κπειρωμένους sin que se pongan a prueba los unos a los otros (prob. sent. sexual), Ar.Lys.1113, cf. Men.Epit.630
c. ac. βουλόμενος ἐκπειρᾶσαι τοῦτο (τὸ μαντεῖον) Aesop.l.c., c. ac. y gen. καί σου τοσοῦτο ... ἐκπειράσομαι Ar.Eq.1234
c. inf. intentar ἐκπειρᾷ λέγειν; ¿estás intentado que yo hable? S.OT 360
c. εἴτε ... εἴτε intentar saber si ... o si ... Pl.Ep.362e.
2 c. interrog. indir. experimentar εἰ ... κἀξεπειράθην ... οἷον στέρεσθαι πατέρα γίγνεται τέκνων si hubiera experimentado qué significa que un padre se vea privado de sus hijos E.Supp.1089.

Greek Monotonic

ἐκπειράομαι: μέλ. -άσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ ἐξεπειράθην [ᾱ]·
1. θέτω σε δοκιμή, ελέγχω, δοκιμάζω, εξετάζω, με γεν. προσ., σε Ηρόδ.· με απαρ., ἐκπειρᾷ λέγειν, με προκαλείς να μιλήσω, να πω κι άλλα, σε Σοφ.
2. ερευνώ, ζητώ πληροφορίες για κάποιον, τί τινος, σε Αριστοφ.