διαπλαστικός: Difference between revisions
From LSJ
νὴ Δί᾿, ὦ φίλη γύναι, λεγε → yes, dear lady, speak | yes, dear lady, do speak up
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[capaz de tomar forma o ser formado]] αἱ τῶν ἐμβρύων διαπλαστικαὶ φύσεις Alcin.178.35.<br /><b class="num">2</b> [[que configura o da forma]] [[δύναμις]] Gal.2.15, Alex.Aphr.<i>Pr</i>.2.47, [[δύναμις]] ... κινητική τε καὶ δ. Gal.4.611, cf. 642, ἡ δ. τοῦ κηροῦ [[ἐνέργεια]] Simp.<i>in Ph</i>.445.28, [[γένεσις]] Phlp.<i>in GA</i> 80.10, οἱ φυσικοὶ λόγοι Phlp.<i>in de An</i>.13.28<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ δ. [[modelación]], [[conformación]] del feto, Orib.<i>Inc</i>.8.2. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[capaz de tomar forma o ser formado]] αἱ τῶν ἐμβρύων διαπλαστικαὶ φύσεις Alcin.178.35.<br /><b class="num">2</b> [[que configura o da forma]] [[δύναμις]] Gal.2.15, Alex.Aphr.<i>Pr</i>.2.47, [[δύναμις]] ... κινητική τε καὶ δ. Gal.4.611, cf. 642, ἡ δ. τοῦ κηροῦ [[ἐνέργεια]] Simp.<i>in Ph</i>.445.28, [[γένεσις]] Phlp.<i>in GA</i> 80.10, οἱ φυσικοὶ λόγοι Phlp.<i>in de An</i>.13.28<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ δ. [[modelación]], [[conformación]] del feto, Orib.<i>Inc</i>.8.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[διάπλαση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A formative, δύναμις Alex.Aphr.Pr.1.47, Gal.Nat.Fac.1.6.
German (Pape)
[Seite 595] ausbildend, gestaltend.
Greek (Liddell-Scott)
διαπλαστικός: -ή, -όν, ἡ διαπλαστικὴ τοῦ θεοῦ δημιουργία Θεόφιλ. Πρωτοσπ. (Greenhill. σ. 205. 7).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 capaz de tomar forma o ser formado αἱ τῶν ἐμβρύων διαπλαστικαὶ φύσεις Alcin.178.35.
2 que configura o da forma δύναμις Gal.2.15, Alex.Aphr.Pr.2.47, δύναμις ... κινητική τε καὶ δ. Gal.4.611, cf. 642, ἡ δ. τοῦ κηροῦ ἐνέργεια Simp.in Ph.445.28, γένεσις Phlp.in GA 80.10, οἱ φυσικοὶ λόγοι Phlp.in de An.13.28
•subst. ἡ δ. modelación, conformación del feto, Orib.Inc.8.2.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάπλαση.