ἀταμίευτος: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(big3_7) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no economizado]], [[no acumulado]] de concr. ἀθησαύριστα, ἀταμίευτα τὰ τῆς τροφῆς ἔστω Ph.2.175, cf. 113<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[no contenido]], [[descontrolado]] πάθος Luc.<i>Am</i>.54, ἡδοναί Max.Tyr.32.9, cf. Plu.2.12b, ἦθος ... κατὰ τῶν ἀπηχθημένων ἀταμίευτον I.<i>AI</i> 19.329, τὸ ἀταμίευτον τῆς ὁρμῆς I.<i>BI</i> 4.44, cf. 6.171.<br /><b class="num">2</b> [[que no se deja administrar]], [[ingobernable]] ἡ σκληρότης Arist.<i>GA</i> 788<sup>a</sup>34.<br /><b class="num">3</b> [[que no economiza]], [[pródigo]] ἀταμίευτοι καὶ πλουσίαι χάριτες Ph.1.5, cf. Poll.3.117.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[sin retener para sí]], [[sin guardar reservas]] ὁ δὲ ἀ. ταῖς ὀργαῖς ... χρώμενος Pl.<i>Lg</i>.867a<br /><b class="num">•</b>[[sin escatimar]], [[pródigamente]] πάντα ... ἀ. χαριζόμενοι Ph.2.274.<br /><b class="num">2</b> [[sin control]], [[en desorden]] ἀ. τῇ κατασκευῇ κέχρηται D.H.<i>Dem</i>.10, ἀ. σιτίων τε καὶ ποτῶν πιμπλάμενα Heraclit.<i>All</i>.14, ὑπὸ θυμοῦ ... ἀ. ἐπισπασθείς Plu.<i>Arat</i>.37, οὐ μὴ ἀναλίσκει τὴν [[ἑαυτοῦ]] δύναμιν ἀ. Ael.<i>NA</i> 13.14. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no economizado]], [[no acumulado]] de concr. ἀθησαύριστα, ἀταμίευτα τὰ τῆς τροφῆς ἔστω Ph.2.175, cf. 113<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[no contenido]], [[descontrolado]] πάθος Luc.<i>Am</i>.54, ἡδοναί Max.Tyr.32.9, cf. Plu.2.12b, ἦθος ... κατὰ τῶν ἀπηχθημένων ἀταμίευτον I.<i>AI</i> 19.329, τὸ ἀταμίευτον τῆς ὁρμῆς I.<i>BI</i> 4.44, cf. 6.171.<br /><b class="num">2</b> [[que no se deja administrar]], [[ingobernable]] ἡ σκληρότης Arist.<i>GA</i> 788<sup>a</sup>34.<br /><b class="num">3</b> [[que no economiza]], [[pródigo]] ἀταμίευτοι καὶ πλουσίαι χάριτες Ph.1.5, cf. Poll.3.117.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[sin retener para sí]], [[sin guardar reservas]] ὁ δὲ ἀ. ταῖς ὀργαῖς ... χρώμενος Pl.<i>Lg</i>.867a<br /><b class="num">•</b>[[sin escatimar]], [[pródigamente]] πάντα ... ἀ. χαριζόμενοι Ph.2.274.<br /><b class="num">2</b> [[sin control]], [[en desorden]] ἀ. τῇ κατασκευῇ κέχρηται D.H.<i>Dem</i>.10, ἀ. σιτίων τε καὶ ποτῶν πιμπλάμενα Heraclit.<i>All</i>.14, ὑπὸ θυμοῦ ... ἀ. ἐπισπασθείς Plu.<i>Arat</i>.37, οὐ μὴ ἀναλίσκει τὴν [[ἑαυτοῦ]] δύναμιν ἀ. Ael.<i>NA</i> 13.14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀταμίευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να αποταμιευθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ανυπόταχτος, [[ακατάσχετος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> ασώτως, σπάταλα. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A that cannot be stored, Ph.2.113; that cannot be regulated, Arist.GA788a34; uncontrolled, inordinate, J.BJ4.1.6. Adv. -τως, ὑπὸ θυμοῦ ἐπισπασθείς Plu.Arat.37. 2 not needing to be husbanded, Max.Tyr.3.9, al. II Act., not husbanding, prodigal, lavish, χάριτες Ph.1.5: c. gen., ἡδονῶν Plu.2.12c. Adv. -τως, ταῖς ὀργαῖς χρώμενος Pl.Lg.867a; ἀ. πάντα χαρίζεσθαι Ph.2.274.
German (Pape)
[Seite 383] 1) nicht gut verwaltet, nicht gespart, Philo. – 2) nicht sparend, verschwenderisch, Plut. educ. lib. 15. – Adv. ἀταμιεύτως, ταῖς ὀργαῖς χρῆσθαι Plat. Legg. IX, 867 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτᾰμίευτος: -ον, ὁ μὴ ταμιευόμενος, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ φυλάξῃ, νὰ κρατὴσῃ ἐντός, δαψιλής, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 27· ἀταμιεύτοις καὶ πλουσίαις χάρισι Φίλων 1. 5: ἀκυβέρνητος, ἀνυπότακτος, ἀκατάσχετος, ἀταμίευτον γὰρ τῶν ἡδονῶν ἡ ἀκμὴ καὶ σκιρτητικὸν καὶ χαλινοῦ δεόμενον Πλούτ. 2. 12Β: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀφειδῶς, ἀσώτως, Πλάτω. Νόμ. 867Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne ménage pas, prodigue, intempérant.
Étymologie: ἀ, ταμιεύω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no economizado, no acumulado de concr. ἀθησαύριστα, ἀταμίευτα τὰ τῆς τροφῆς ἔστω Ph.2.175, cf. 113
•de abstr. no contenido, descontrolado πάθος Luc.Am.54, ἡδοναί Max.Tyr.32.9, cf. Plu.2.12b, ἦθος ... κατὰ τῶν ἀπηχθημένων ἀταμίευτον I.AI 19.329, τὸ ἀταμίευτον τῆς ὁρμῆς I.BI 4.44, cf. 6.171.
2 que no se deja administrar, ingobernable ἡ σκληρότης Arist.GA 788a34.
3 que no economiza, pródigo ἀταμίευτοι καὶ πλουσίαι χάριτες Ph.1.5, cf. Poll.3.117.
II adv. -ως
1 sin retener para sí, sin guardar reservas ὁ δὲ ἀ. ταῖς ὀργαῖς ... χρώμενος Pl.Lg.867a
•sin escatimar, pródigamente πάντα ... ἀ. χαριζόμενοι Ph.2.274.
2 sin control, en desorden ἀ. τῇ κατασκευῇ κέχρηται D.H.Dem.10, ἀ. σιτίων τε καὶ ποτῶν πιμπλάμενα Heraclit.All.14, ὑπὸ θυμοῦ ... ἀ. ἐπισπασθείς Plu.Arat.37, οὐ μὴ ἀναλίσκει τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν ἀ. Ael.NA 13.14.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀταμίευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να αποταμιευθεί
αρχ.
1. ανυπόταχτος, ακατάσχετος
2. επίρρ. ασώτως, σπάταλα.