ἀκατάψευστος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[no fabuloso]] θηρία Hdt.4.191<br /><b class="num">•</b>[[no fingido]] [[διάληψις]] <i>Ath.Mitt</i>.33.1908.380.27 (Pérgamo, heleníst.). | |dgtxt=-ον<br />[[no fabuloso]] θηρία Hdt.4.191<br /><b class="num">•</b>[[no fingido]] [[διάληψις]] <i>Ath.Mitt</i>.33.1908.380.27 (Pérgamo, heleníst.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκατάψευστος]], -ον (Α) [[καταψεύδομαι]]<br /><b>1.</b> ο [[αληθινός]], αυτός που δεν [[είναι]] [[μυθώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει διαψευστεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
English (LSJ)
A not fabulous, θηρία Hdt.4.191; not belied, διάληψις Ath.Mitt.33.380 (Pergam.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάψευστος: ὁ μὴ ψευδὴς ἢ μυθώδης, θηρία, Ἡρόδ. 4. 191· κατάψευστα, ἐγράφη κατ’ εἰκασίαν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non fabuleux.
Étymologie: ἀ, καταψεύδομαι.
Spanish (DGE)
-ον
no fabuloso θηρία Hdt.4.191
•no fingido διάληψις Ath.Mitt.33.1908.380.27 (Pérgamo, heleníst.).
Greek Monolingual
ἀκατάψευστος, -ον (Α) καταψεύδομαι
1. ο αληθινός, αυτός που δεν είναι μυθώδης
2. αυτός που δεν έχει διαψευστεί.