ἀπαράπειστος: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(big3_5) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inexorable]] περὶ τὰ δίκαια D.H.8.61.<br /><b class="num">2</b> [[indócil]], [[desobediente]] Hsch.s.u. [[ἄπιστος]]. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inexorable]] περὶ τὰ δίκαια D.H.8.61.<br /><b class="num">2</b> [[indócil]], [[desobediente]] Hsch.s.u. [[ἄπιστος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀπαράπειστος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δυνατόν να παραπειστεί η να παρασυρθεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be seduced, D.H.8.61.
German (Pape)
[Seite 279] nicht durch Zureden abzubringen, unbestechlich, D. Hal. 8, 61.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράπειστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραπείσῃ, Διον. Ἁλ. 8. 61.
Spanish (DGE)
-ον
1 inexorable περὶ τὰ δίκαια D.H.8.61.
2 indócil, desobediente Hsch.s.u. ἄπιστος.
Greek Monolingual
ἀπαράπειστος, -ον (Α)
αυτός που είναι δυνατόν να παραπειστεί η να παρασυρθεί.