γελοιαστής: Difference between revisions
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
(big3_9) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[bromista]], [[burlón]], [[bufón]] συμπότας φησὶ ... προσαγορεύεσθαι γελοιαστάς Ptol.Megalop.2, πεπορευμένος μετὰ γελοιαστῶν LXX <i>Ib</i>.31.5, ἀντὶ γελοιαστοῦ, σύννους Gr.Naz.M.36.617B, cf. Poll.5.128, Hsch.s.uu. γελοῖος, ἴθυμβος, κυριττοί, φλύαξ. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[bromista]], [[burlón]], [[bufón]] συμπότας φησὶ ... προσαγορεύεσθαι γελοιαστάς Ptol.Megalop.2, πεπορευμένος μετὰ γελοιαστῶν LXX <i>Ib</i>.31.5, ἀντὶ γελοιαστοῦ, σύννους Gr.Naz.M.36.617B, cf. Poll.5.128, Hsch.s.uu. γελοῖος, ἴθυμβος, κυριττοί, φλύαξ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γελοιαστής]], ο (AM, Μ και θηλ. γελιάστρια, η) [[γελοιάζω]]<br />ο [[γελωτοποιός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A jester, buffoon, Ptol. Megalop.2, LXX Jb.31.5, Poll.5.128, prob. in Luc.Merc.Cond. 4.
German (Pape)
[Seite 479] ὁ, Spaßmacher, Possenreißer, Ath. VI, 246 c; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
γελοιαστής: -οῦ, ὁ, γελωτοποιός, σκώπτης, Ἀθήν. 246C, Πολυδ. Ε΄, 128, Ἑβδ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
bromista, burlón, bufón συμπότας φησὶ ... προσαγορεύεσθαι γελοιαστάς Ptol.Megalop.2, πεπορευμένος μετὰ γελοιαστῶν LXX Ib.31.5, ἀντὶ γελοιαστοῦ, σύννους Gr.Naz.M.36.617B, cf. Poll.5.128, Hsch.s.uu. γελοῖος, ἴθυμβος, κυριττοί, φλύαξ.
Greek Monolingual
γελοιαστής, ο (AM, Μ και θηλ. γελιάστρια, η) γελοιάζω
ο γελωτοποιός.