δυσμορία: Difference between revisions
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(big3_12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[destino cruel]], [[infortunio]] Ἀστυανακτείης ἤρχετο δυσμορίης <i>AP</i> 9.351 (Leon.). | |dgtxt=-ας, ἡ<br />[[destino cruel]], [[infortunio]] Ἀστυανακτείης ἤρχετο δυσμορίης <i>AP</i> 9.351 (Leon.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσμορία:''' ἡ, σκληρή, αδυσώπητη, άτεγκτη [[μοίρα]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A a hard fate, AP9.351 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 684] ἡ, Unglück, Leon. Al. 29 (IX, 551).
Greek (Liddell-Scott)
δυσμορία: ἡ, κακὴ μοῖρα, Ἀνθ. Π. 9. 351.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
infortune.
Étymologie: δύσμορος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
destino cruel, infortunio Ἀστυανακτείης ἤρχετο δυσμορίης AP 9.351 (Leon.).
Greek Monotonic
δυσμορία: ἡ, σκληρή, αδυσώπητη, άτεγκτη μοίρα, σε Ανθ.