ἀναδοτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que hace brotar]], [[germinar]] τὸ ἀ. σπερμάτων el poder germinativo de las semillas</i> Corn.<i>ND</i> 28.<br /><b class="num">2</b> [[metabólico]] [[δύναμις]] Gal.6.416<br /><b class="num">•</b>fig. ref. a la ψυχή [[que es capaz de asimilar]] Gr.Naz.M.35.965A.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que hace brotar]], [[germinar]] τὸ ἀ. σπερμάτων el poder germinativo de las semillas</i> Corn.<i>ND</i> 28.<br /><b class="num">2</b> [[metabólico]] [[δύναμις]] Gal.6.416<br /><b class="num">•</b>fig. ref. a la ψυχή [[que es capaz de asimilar]] Gr.Naz.M.35.965A.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀναδοτικός]], -ή, -όν (Α) [[ἀνάδοτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που διανέμει, που μοιράζει<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει να ξεπηδούν, που γεννά<br /><b>3.</b> αυτός που μετατρέπει την [[τροφή]] σε ιστό, ο [[αφομοιωτικός]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδοτικός Medium diacritics: ἀναδοτικός Low diacritics: αναδοτικός Capitals: ΑΝΑΔΟΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anadotikós Transliteration B: anadotikos Transliteration C: anadotikos Beta Code: a)nadotiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A causing to spring up, σπερμάτων Corn. ND28.    2 Medic., digestive, Gal.6.416.

German (Pape)

[Seite 187] vertheilend, verdauend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδοτικός: -ή, -όν, διανεμητικός, συντελεστικὸς πρὸς πέψιν, χωνευτικός, μετὰ γεν. Γρηγ. Ναζ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que hace brotar, germinar τὸ ἀ. σπερμάτων el poder germinativo de las semillas Corn.ND 28.
2 metabólico δύναμις Gal.6.416
fig. ref. a la ψυχή que es capaz de asimilar Gr.Naz.M.35.965A.

Greek Monolingual

ἀναδοτικός, -ή, -όν (Α) ἀνάδοτος
1. αυτός που διανέμει, που μοιράζει
2. αυτός που κάνει να ξεπηδούν, που γεννά
3. αυτός που μετατρέπει την τροφή σε ιστό, ο αφομοιωτικός.