ἐλευθεροστομία: Difference between revisions
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[libertad de palabra]], [[franqueza al hablar]] ἡγεμόνι τῆς ἐλευθεροστομίας ἐμοὶ χρώμενοι D.H.6.72, cf. Sch.S.<i>El</i>.1257P., πρὸς τοὺς ἐντυγχάνοντας Socr.Sch.<i>HE</i> 6.3.14, κέχρηται πολλάκις τῇ παρρησίᾳ καὶ τῇ ἐλευθεροστομίᾳ Chrys.M.54.539. | |dgtxt=-ας, ἡ<br />[[libertad de palabra]], [[franqueza al hablar]] ἡγεμόνι τῆς ἐλευθεροστομίας ἐμοὶ χρώμενοι D.H.6.72, cf. Sch.S.<i>El</i>.1257P., πρὸς τοὺς ἐντυγχάνοντας Socr.Sch.<i>HE</i> 6.3.14, κέχρηται πολλάκις τῇ παρρησίᾳ καὶ τῇ ἐλευθεροστομίᾳ Chrys.M.54.539. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἐλευθεροστομία]])<br />το να μιλάει [[κανείς]] ελεύθερα, με [[θάρρος]] και [[παρρησία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[χρησιμοποίηση]] λέξεων και εκφράσεων που θεωρούνται άσεμνες από την [[πλειοψηφία]] τών ανθρώπων. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A freedom of speech, D.H.6.72.
German (Pape)
[Seite 796] ἡ, Freimüthigkeit; Dion. Hal. 6, 72; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλευθεροστομία: ἡ, τὸ ἐλευθέρως ὁμιλεῖν, παρρησία, Διον. Ἁλ. 6. 72.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
libertad de palabra, franqueza al hablar ἡγεμόνι τῆς ἐλευθεροστομίας ἐμοὶ χρώμενοι D.H.6.72, cf. Sch.S.El.1257P., πρὸς τοὺς ἐντυγχάνοντας Socr.Sch.HE 6.3.14, κέχρηται πολλάκις τῇ παρρησίᾳ καὶ τῇ ἐλευθεροστομίᾳ Chrys.M.54.539.
Greek Monolingual
η (AM ἐλευθεροστομία)
το να μιλάει κανείς ελεύθερα, με θάρρος και παρρησία
νεοελλ.
η χρησιμοποίηση λέξεων και εκφράσεων που θεωρούνται άσεμνες από την πλειοψηφία τών ανθρώπων.