ἀνεύθυντος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede ser enderezado]], [[rígido]]de cosas como el ladrillo y la piedra ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα Arist.<i>Mete</i>.386<sup>a</sup>8. | |dgtxt=-ον<br />[[que no puede ser enderezado]], [[rígido]]de cosas como el ladrillo y la piedra ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα Arist.<i>Mete</i>.386<sup>a</sup>8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνεύθυντος]], -ον (Α)<br />[[ευθύνω]]<br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να γίνει [[ευθύς]], να μπεί σε [[ευθεία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A which cannot be straightened, Arist.Mete.386a8.
German (Pape)
[Seite 227] nicht gerade gemacht, ungerade, Arist. meteor. 4, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεύθυντος: -ον, ὁ μὴ εὐθυντός, ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα, δηλ. τὰ μὴ ἐξ εὐθύτητος εἰς περιφέρειαν μεταβαλλόμενα καὶ τὰ μὴ ἐκ περιφερείας εἰς εὐθύτητα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8.
Spanish (DGE)
-ον
que no puede ser enderezado, rígidode cosas como el ladrillo y la piedra ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα Arist.Mete.386a8.
Greek Monolingual
ἀνεύθυντος, -ον (Α)
ευθύνω
εκείνος που δεν μπορεί να γίνει ευθύς, να μπεί σε ευθεία.