ἐμπυελίς: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(big3_14)
(11)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br />mec. [[cojinete]], [[soporte]] sobre el que gira un eje κνώδακας σιδηροῦς ἐμβεβηκότας εἰς ἐμπυελίδας Hero <i>Aut</i>.2.3.
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br />mec. [[cojinete]], [[soporte]] sobre el que gira un eje κνώδακας σιδηροῦς ἐμβεβηκότας εἰς ἐμπυελίδας Hero <i>Aut</i>.2.3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐμπυελίς]], η και υποκορ. εμπυελίδιον (Α)<br /><b>(μηχαν.)</b> [[κοίλωμα]] ή [[τρύπα]] από όπου εισέρχεται ο [[άξονας]] του τροχού.
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπῠελίς Medium diacritics: ἐμπυελίς Low diacritics: εμπυελίς Capitals: ΕΜΠΥΕΛΙΣ
Transliteration A: empyelís Transliteration B: empyelis Transliteration C: empyelis Beta Code: e)mpueli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (πύελος)

   A socket or bearing to receive a κνώδαξ, ib.2.3.

German (Pape)

[Seite 818] ίδος, ἡ (πύελος), Büchse, Loch, worin sich ein Zapfen bewegt, Hechan.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
mec. cojinete, soporte sobre el que gira un eje κνώδακας σιδηροῦς ἐμβεβηκότας εἰς ἐμπυελίδας Hero Aut.2.3.

Greek Monolingual

ἐμπυελίς, η και υποκορ. εμπυελίδιον (Α)
(μηχαν.) κοίλωμα ή τρύπα από όπου εισέρχεται ο άξονας του τροχού.