ἀσκητέος: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(big3_7) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe practicarse]] ἡ σιωπὴ ἀσκητέα X.<i>Cyr</i>.5.3.43, ἡ φιλανθρωπία Iul.<i>Ep</i>.89b.289a, τοῦτο δὲ [[ἀσκητέον]] μὴ παρενθυμουμένῳ M.Ant.5.5. | |dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe practicarse]] ἡ σιωπὴ ἀσκητέα X.<i>Cyr</i>.5.3.43, ἡ φιλανθρωπία Iul.<i>Ep</i>.89b.289a, τοῦτο δὲ [[ἀσκητέον]] μὴ παρενθυμουμένῳ M.Ant.5.5. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀσκητέος:''' -α, -ον, ρηματ. επίθ. του [[ἀσκέω]]·<br /><b class="num">I.</b> που πρέπει να εξασκηθεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἀσκητέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να ασκήσει, <i>σοφίαν</i>, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:24, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A to be practised, X.Cyr.5.3.43, Jul.Ep.89. II ἀσκητέον one must practise, σοφίαν, σωφροσύνην, Pl.Grg.487c, 507d; ποῖα πρὸς ποίους ἀ. Arist.Pol.1325a13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ἡ σιωπὴ ἀσκητέα, πρέπει τις ν’ ἀσκήσῃ ἑαυτὸν εἰς τὸ σιωπᾶν, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43. ΙΙ. ἀσκητέον, δεῖ ἀσκεῖν· σοφίαν, σωφροσύνην Πλάτ. Γοργ. 487C, 507D· ποῖα πρὸς ποίους ἀσκ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 18.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ἀσκέω.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe practicarse ἡ σιωπὴ ἀσκητέα X.Cyr.5.3.43, ἡ φιλανθρωπία Iul.Ep.89b.289a, τοῦτο δὲ ἀσκητέον μὴ παρενθυμουμένῳ M.Ant.5.5.
Greek Monotonic
ἀσκητέος: -α, -ον, ρηματ. επίθ. του ἀσκέω·
I. που πρέπει να εξασκηθεί, σε Ξεν.
II. ἀσκητέον, αυτό που πρέπει κάποιος να ασκήσει, σοφίαν, σε Πλάτ.