ἀσκητέος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(big3_7)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe practicarse]] ἡ σιωπὴ ἀσκητέα X.<i>Cyr</i>.5.3.43, ἡ φιλανθρωπία Iul.<i>Ep</i>.89b.289a, τοῦτο δὲ [[ἀσκητέον]] μὴ παρενθυμουμένῳ M.Ant.5.5.
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe practicarse]] ἡ σιωπὴ ἀσκητέα X.<i>Cyr</i>.5.3.43, ἡ φιλανθρωπία Iul.<i>Ep</i>.89b.289a, τοῦτο δὲ [[ἀσκητέον]] μὴ παρενθυμουμένῳ M.Ant.5.5.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσκητέος:''' -α, -ον, ρηματ. επίθ. του [[ἀσκέω]]·<br /><b class="num">I.</b> που πρέπει να εξασκηθεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἀσκητέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να ασκήσει, <i>σοφίαν</i>, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 18:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκητέος Medium diacritics: ἀσκητέος Low diacritics: ασκητέος Capitals: ΑΣΚΗΤΕΟΣ
Transliteration A: askētéos Transliteration B: askēteos Transliteration C: askiteos Beta Code: a)skhte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be practised, X.Cyr.5.3.43, Jul.Ep.89.    II ἀσκητέον one must practise, σοφίαν, σωφροσύνην, Pl.Grg.487c, 507d; ποῖα πρὸς ποίους ἀ. Arist.Pol.1325a13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ἡ σιωπὴ ἀσκητέα, πρέπει τις ν’ ἀσκήσῃ ἑαυτὸν εἰς τὸ σιωπᾶν, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43. ΙΙ. ἀσκητέον, δεῖ ἀσκεῖν· σοφίαν, σωφροσύνην Πλάτ. Γοργ. 487C, 507D· ποῖα πρὸς ποίους ἀσκ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 18.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἀσκέω.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe practicarse ἡ σιωπὴ ἀσκητέα X.Cyr.5.3.43, ἡ φιλανθρωπία Iul.Ep.89b.289a, τοῦτο δὲ ἀσκητέον μὴ παρενθυμουμένῳ M.Ant.5.5.

Greek Monotonic

ἀσκητέος: -α, -ον, ρηματ. επίθ. του ἀσκέω·
I. που πρέπει να εξασκηθεί, σε Ξεν.
II. ἀσκητέον, αυτό που πρέπει κάποιος να ασκήσει, σοφίαν, σε Πλάτ.