ἄκαρτος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[no afeitado]] πώγωνες Ath.211e, <i>Gloss</i>.3.329.
|dgtxt=-ον [[no afeitado]] πώγωνες Ath.211e, <i>Gloss</i>.3.329.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄκαρτος]], -ον (Α)<br />ο [[ακούρευτος]] (αναφέρεται και σε μαλλιά και σε γένια).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>καρτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κείρω]] «[[κουρεύω]]»].
}}
}}

Revision as of 06:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκαρτος Medium diacritics: ἄκαρτος Low diacritics: άκαρτος Capitals: ΑΚΑΡΤΟΣ
Transliteration A: ákartos Transliteration B: akartos Transliteration C: akartos Beta Code: a)/kartos

English (LSJ)

ον, (κείρω)

   A unshaven, πώγωνες Ath.5.211e; ἀνθρωπάρια Ps.-Callisth.3.8.

German (Pape)

[Seite 69] ungeschoren, πώγων Ath. V, 211 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκαρτος: -ον, (κείρω) μὴ κεκαρμένος, ἀκούρευτος, Ἀθήν. 211Ε.

Spanish (DGE)

-ον no afeitado πώγωνες Ath.211e, Gloss.3.329.

Greek Monolingual

ἄκαρτος, -ον (Α)
ο ακούρευτος (αναφέρεται και σε μαλλιά και σε γένια).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καρτὸς < κείρω «κουρεύω»].