ἀκέαστος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(big3_2) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[indivisible]] Gr.Naz.M.37.404, Hsch. | |dgtxt=-ον [[indivisible]] Gr.Naz.M.37.404, Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκέαστος]], -ον (Α) [[κεάζω]]<br />αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χωριστεί, ο [[αδιαίρετος]]<br />«[[ἀκέαστος]] [[φύσις]]» <span style="color: red;"><</span> <b>Γρηγ. Ναζ.</b> IΙΙ, 404 Α, 414 Α). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = ἄκλαστος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέαστος: -ον, (κεάζω), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σχίσῃ ἢ χωρίσῃ, Γρηγ. Ναζ. «ἀκέαστος, ἄκλαστος», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον indivisible Gr.Naz.M.37.404, Hsch.
Greek Monolingual
ἀκέαστος, -ον (Α) κεάζω
αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χωριστεί, ο αδιαίρετος
«ἀκέαστος φύσις» < Γρηγ. Ναζ. IΙΙ, 404 Α, 414 Α).