ἀκοπίαστος: Difference between revisions
(big3_2) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[infatigable]] φῶς ἡλίου <i>Corp.Herm.Fr</i>.23.34<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[resistencia]], [[aguante]] de los dioses τὸ ταχὺ καὶ ἀ. αὐτῶν Sch.Pi.<i>P</i>.9.119b.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[incansablemente]] Sch.S.<i>Ai</i>.837cCh. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[infatigable]] φῶς ἡλίου <i>Corp.Herm.Fr</i>.23.34<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[resistencia]], [[aguante]] de los dioses τὸ ταχὺ καὶ ἀ. αὐτῶν Sch.Pi.<i>P</i>.9.119b.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[incansablemente]] Sch.S.<i>Ai</i>.837cCh. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκοπίαστος]], -ον) και ακόπιαστος -η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] κόπο, που δεν προξενεί κόπο<br />«ακόπιαστη δουλειά»<br />«[[ἀκοπίαστος]] ὁδὸς» (<b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που αντέχει στους κόπους, ο [[ακαταπόνητος]]<br />«[[ακοπίαστος]] [[άνθρωπος]]»<br />«ἀκοπίαστον φῶς ἡλίου»<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[εύκολος]], ο [[άκοπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κοπιῶ</i> (-<i>άζω</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (κοπιάω)
A not wearying, ὁδός Arist.Mu.391a12 (v.l. -ατος). II untiring, unwearied, φῶς ἡλίου Herm. ap. Stob.1.49.44. Adv. -άστως Sch.S.Aj.852.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοπίαστος: -ον, (κοπιάω) ὁ μὴ προξενῶν κόπωσιν, ὁδός, Ἀριστ. Κοσμ. 1. 2. ΙΙ. ὁ μὴ καταβαλλόμενος ὑπὸ κόπου, Στοβ. Ἐκλ. 1. 952. - Ἐπίρρ. -άστως, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 852. ὡσαύτως -αστί, Σωκρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 11.
Spanish (DGE)
-ον
1 infatigable φῶς ἡλίου Corp.Herm.Fr.23.34
•subst. τὸ ἀ. resistencia, aguante de los dioses τὸ ταχὺ καὶ ἀ. αὐτῶν Sch.Pi.P.9.119b.
2 adv. -ως incansablemente Sch.S.Ai.837cCh.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκοπίαστος, -ον) και ακόπιαστος -η, -ο
1. αυτός που γίνεται χωρίς κόπο, που δεν προξενεί κόπο
«ακόπιαστη δουλειά»
«ἀκοπίαστος ὁδὸς» (Αριστοτ.)
2. εκείνος που αντέχει στους κόπους, ο ακαταπόνητος
«ακοπίαστος άνθρωπος»
«ἀκοπίαστον φῶς ἡλίου»
νεοελλ.
ο εύκολος, ο άκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κοπιῶ (-άζω)].