ἀκουστέον: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(big3_2)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[hay que escuchar u obedecer]] c. gen. σοῦ E.<i>IA</i> 1010, X.<i>Smp</i>.3.9, τῶν κρατούντων S.<i>El</i>.340, Σμέρδιος τοῦ Κύρου Hdt.3.61, c. ac. τὰ μὲν δὴ περὶ θεούς ... ἀ. Pl.<i>R</i>.386a, c. εἰ: ἀ. εἴ τις οἶδε Hp.<i>Hum</i>.18, abs. S.<i>OT</i> 1170.<br /><b class="num">2</b> [[hay que entender]] τι διττῶς Str.9.5.12, τὴν ἀσθένειαν Gal.15.484.
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[hay que escuchar u obedecer]] c. gen. σοῦ E.<i>IA</i> 1010, X.<i>Smp</i>.3.9, τῶν κρατούντων S.<i>El</i>.340, Σμέρδιος τοῦ Κύρου Hdt.3.61, c. ac. τὰ μὲν δὴ περὶ θεούς ... ἀ. Pl.<i>R</i>.386a, c. εἰ: ἀ. εἴ τις οἶδε Hp.<i>Hum</i>.18, abs. S.<i>OT</i> 1170.<br /><b class="num">2</b> [[hay que entender]] τι διττῶς Str.9.5.12, τὴν ἀσθένειαν Gal.15.484.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκουστέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀκούω]],<br /><b class="num">1.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να ακούσει ή να του δώσει [[προσοχή]], με γεν. προσ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ἀκουστέος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτόν που πρέπει να υπακούει [[κάποιος]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκουστέον Medium diacritics: ἀκουστέον Low diacritics: ακουστέον Capitals: ΑΚΟΥΣΤΕΟΝ
Transliteration A: akoustéon Transliteration B: akousteon Transliteration C: akousteon Beta Code: a)kouste/on

English (LSJ)

   A one must hear or hearken to, c. gen. pers., E.IA 1010, X.Smp.3.9, etc. (also in pl. ἀκουστέα, Hdt.3.61; τῶν κρατούντων ἐστὶ πάντ' ἀκουστέα S.El.340): c. acc. rei, Pl.R.386a: abs., S.OT 1170.    b one must understand, τι διττῶς Str.9.5.12, cf. Gal. 15.484, Olymp.in Mete.337.14; one must interpret, ὀνείρους Artem. 1.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκουστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀκούω, πρέπει τις νὰ ἀκούση ἢ νὰ δώσῃ προσοχήν, μ. γεν. προσ., Ἡρόδ. 3. 61, Εὐρ. Ι. Α. 1010, Ξεν., κτλ.· μετ’ αἰτ, πράγμ., Πλάτ. Πολ. 386Α: ― ἀπολ., Σοφ. Ο. Τ. 1170. 2) ἀκουστέος, α, ον, ὑπακουστέος, πρέπει νὰ ὑπακούηται, τῶν κρατούντων ἐστὶ πάντ’ ἀκουστέα, ὁ αὐτ. Ἠλ. 340· ― πρβλ. ἀκούω IV.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
1 hay que escuchar u obedecer c. gen. σοῦ E.IA 1010, X.Smp.3.9, τῶν κρατούντων S.El.340, Σμέρδιος τοῦ Κύρου Hdt.3.61, c. ac. τὰ μὲν δὴ περὶ θεούς ... ἀ. Pl.R.386a, c. εἰ: ἀ. εἴ τις οἶδε Hp.Hum.18, abs. S.OT 1170.
2 hay que entender τι διττῶς Str.9.5.12, τὴν ἀσθένειαν Gal.15.484.

Greek Monotonic

ἀκουστέον: ρημ. επίθ. του ἀκούω,
1. αυτό που πρέπει κάποιος να ακούσει ή να του δώσει προσοχή, με γεν. προσ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., σε Πλάτ.
2. ἀκουστέος, , -ον, αυτόν που πρέπει να υπακούει κάποιος, σε Σοφ.