ἀμετάτρεπτος: Difference between revisions
(big3_3) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inmutable]], [[inconmovible]] Plu.<i>Thes</i>.17, διαμονὴ τῶν ἐν τῷ κόσμῳ Iambl.<i>Myst</i>.6.6, οἱ νόμοι Sch.E.<i>Ph</i>.538, [[δύναμις]] προνοίας <i>Corp.Herm.Fr</i>.13, τὸ ζητούμενον πρᾶγμα Heph.Astr.3.4.9, γνώμη <i>PMichael</i>.45.11 (VI a.C.), Ἄτροπος παρὰ τὸ ἀμετάτρεπτον τῆς μοιριδίου ἀνάγκης Sch.Pi.<i>O</i>.7.118<br /><b class="num">•</b>[[firme]] ἔσται ὁ κατηγορῶν ἀ. καὶ ἐπίμονος Heph.Astr.<i>Epit</i>.2.2.20.14, 4.116.18, ψυχή <i>A.Io</i>.23.<br /><b class="num">2</b> [[inconvertible]] ἀ. πρὸς τὸ ἀγαθὸν φρόνημα Mac.Aeg.M.34.477C<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[obstinación]] en el error, [[negativa a la conversión]] Origenes <i>Comm.Ser</i>.119 <i>in Mt</i>.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[inconmoviblemente]] glos. a ἀσκελές Sch.<i>Od</i>.4.543. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inmutable]], [[inconmovible]] Plu.<i>Thes</i>.17, διαμονὴ τῶν ἐν τῷ κόσμῳ Iambl.<i>Myst</i>.6.6, οἱ νόμοι Sch.E.<i>Ph</i>.538, [[δύναμις]] προνοίας <i>Corp.Herm.Fr</i>.13, τὸ ζητούμενον πρᾶγμα Heph.Astr.3.4.9, γνώμη <i>PMichael</i>.45.11 (VI a.C.), Ἄτροπος παρὰ τὸ ἀμετάτρεπτον τῆς μοιριδίου ἀνάγκης Sch.Pi.<i>O</i>.7.118<br /><b class="num">•</b>[[firme]] ἔσται ὁ κατηγορῶν ἀ. καὶ ἐπίμονος Heph.Astr.<i>Epit</i>.2.2.20.14, 4.116.18, ψυχή <i>A.Io</i>.23.<br /><b class="num">2</b> [[inconvertible]] ἀ. πρὸς τὸ ἀγαθὸν φρόνημα Mac.Aeg.M.34.477C<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[obstinación]] en el error, [[negativa a la conversión]] Origenes <i>Comm.Ser</i>.119 <i>in Mt</i>.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[inconmoviblemente]] glos. a ἀσκελές Sch.<i>Od</i>.4.543. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμετάτρεπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μετατράπηκε ή δεν [[είναι]] δυνατό να μετατραπεί, [[σταθερός]], [[αμετάβλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετατρέπω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμετατρεψία]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, = foreg., Plu.Thes.17, Iamb.Myst.6.6, Herm. ap. Stob.1.4.7b. Adv.-τως,
A gloss on ἀσκελές, Sch.Od.4.543; also ἀμετα-τρεπτί v.l. in M.Ant.8.5.
German (Pape)
[Seite 123] unwandelbar, fest, Plut. Thes. 17, neben ἀμετάπειστος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάτρεπτος: -ον, = τῷ προηγ., Πλουτ. Θησ. 17. - Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
immuable, inaltérable.
Étymologie: ἀ, μετατρέπω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inmutable, inconmovible Plu.Thes.17, διαμονὴ τῶν ἐν τῷ κόσμῳ Iambl.Myst.6.6, οἱ νόμοι Sch.E.Ph.538, δύναμις προνοίας Corp.Herm.Fr.13, τὸ ζητούμενον πρᾶγμα Heph.Astr.3.4.9, γνώμη PMichael.45.11 (VI a.C.), Ἄτροπος παρὰ τὸ ἀμετάτρεπτον τῆς μοιριδίου ἀνάγκης Sch.Pi.O.7.118
•firme ἔσται ὁ κατηγορῶν ἀ. καὶ ἐπίμονος Heph.Astr.Epit.2.2.20.14, 4.116.18, ψυχή A.Io.23.
2 inconvertible ἀ. πρὸς τὸ ἀγαθὸν φρόνημα Mac.Aeg.M.34.477C
•subst. τὸ ἀ. obstinación en el error, negativa a la conversión Origenes Comm.Ser.119 in Mt.
II adv. -ως inconmoviblemente glos. a ἀσκελές Sch.Od.4.543.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀμετάτρεπτος, -ον)
αυτός που δεν μετατράπηκε ή δεν είναι δυνατό να μετατραπεί, σταθερός, αμετάβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετατρέπω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμετατρεψία].