ἄμοτος: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
(big3_3)
(2)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[violento]] θήρ Theoc.25.242, πῦρ Mosch.4.104.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[con ahínco]] Sch.<i>Il</i>.4.440, Sch.A.R.1.513.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[violento]] θήρ Theoc.25.242, πῦρ Mosch.4.104.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[con ahínco]] Sch.<i>Il</i>.4.440, Sch.A.R.1.513.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄμοτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[ακόρεστος]], [[ακατάπαυστος]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> στον Όμηρ. ως επίρρ. [[ἄμοτον]], αδιάκοπα, ἄμ. [[μεμαώς]], προσπαθώντας ακατάπαυστα· ἄμ. [[κλαίω]], [[θρηνώ]] αδιάκοπα· <i>τανύοντο</i>, βάδιζαν προς τα [[μπρος]] με ακατάπαυστη [[αντοχή]] (άγν. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
violent, brutal, féroce, sauvage ; adv. • ἄμοτον avec force ; avec violence.
Étymologie: DELG orig. obsc.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
1 violento θήρ Theoc.25.242, πῦρ Mosch.4.104.
2 adv. -ως con ahínco Sch.Il.4.440, Sch.A.R.1.513.

Greek Monotonic

ἄμοτος: -ον, I. ακόρεστος, ακατάπαυστος, σε Θεόκρ.
II. στον Όμηρ. ως επίρρ. ἄμοτον, αδιάκοπα, ἄμ. μεμαώς, προσπαθώντας ακατάπαυστα· ἄμ. κλαίω, θρηνώ αδιάκοπα· τανύοντο, βάδιζαν προς τα μπρος με ακατάπαυστη αντοχή (άγν. προέλ.).