ἄμοτον

From LSJ

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμοτον Medium diacritics: ἄμοτον Low diacritics: άμοτον Capitals: ΑΜΟΤΟΝ
Transliteration A: ámoton Transliteration B: amoton Transliteration C: amoton Beta Code: a)/moton

English (LSJ)

A Adv. insatiably, incessantly, in Hom. always with Verbs expressing passion, desire, etc., esp. ἄμοτον μεμαώς full of insatiate longing, Il.4.440, al.; ἄμοτον κλαίω τεθνηότα I weep continually, 19.300; ἄμοτον κεχολωμένος implacably angered, 23.567; μάχης ἄμοτον μενεαίνων Hes.Sc. 361; ἡμίονοι ἄμοτον τανύοντο they struggled restlessly forwards, Od.6.83: later, vehemently, violently, λὶς ἄμοτον κεραΐζει Theoc. 25.202; but στῆ ἄμοτον = stood unwaveringly, A.R.2.78:—later regul. Adv. ἀμότως Sch.Il.4.410.
II later, Adj. ἄμοτος, ον, furious, savage, κακόν prob. in Simon.37.16; θήρ Theoc.25.242; πῦρ Mosch.4.104.—Poet. word.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
adv.
1 en cont. guerreros vivamente, con ahínco Ἕκτορι ... ἄμοτον μεμαῶτι μάχεσθαι Il.13.80, cf. 4.440, 5.518, 22.36, Hes.Sc.361
violentamente πάντας γὰρ πισῆας ... λὶς ἄμοτον κεράιζε Theoc.25.202.
2 en otros cont. vehementemente ἄμοτον κλαίω Il.19.300, cf. IG 5(1).960.13, τοῦ δ' ἄμοτον μεμάασιν ἀκουέμεν Od.17.520, ἄμοτον κεχολωμένος Il.23.567, ἄμοτον βοάασκεν A.R.4.923
firme, resueltamente στῆ ῥ' ἄμοτον A.R.2.78.
• Etimología: Etim. dud. Se relaciona bien con μόθος ‘ardor guerrero’ (ἀ- vendría de *-, grado ø de *en) bien con *men, cf. μέμονα.

German (Pape)

[Seite 128] Ableitung nicht bekannt, Scholl. Iliad. 4, 440 erkl. = ἄπληστον, πολύ, ἀπλήρωτον, Scholl. Od. 6, 83 = ἀπλήρωτον, ἀκόρεστον, συνεχῶς, Apoll. lex. Hom. 25, 25 = ἀπλήρωτον; die Erklärung »unablässig« paßt überall bei Homer, welcher das Wort neunmal hat, Iliad. 4, 440. 5, 518 ἄμοτον μεμαυῖα, 13, 40. 80 ἄμοτον μεμαῶτες (-τι), 22, 36 ἄμοτον μεμαώς, Od. 17, 520 ἄμοτον μεμάασιν; Iliad. 19, 300 ἄμοτον κλαίω, 23, 567 ἄμοτον κεχολωμένος, Od. 6, 83 ἄμοτον τανύοντο; – μενεαίνειν Hes. sc. 361. – Das adj., θὴρ ἄμοτος, Theocr. 25, 242; πῦρ ἄμοτον Mosch. 4, 104. – Bei sp. D. in allgemeinerer Bdtg = sehr.

Russian (Dvoretsky)

ἄμοτον: (ᾰ) adv. досл. бешено, яростно, перен. чрезвычайно или беспрестанно Hom., Hes.

Spanish

insaciablemente

Greek (Liddell-Scott)

ἄμοτον: ἐπίρρ. ἐκ τοῦ ἄμοτος (ἴδε κατωτ. ΙΙ.), ἀκορέστως, ἀπαύστως, ἀδιακόπως, παρ’ Ὁμ. συνδυάζεται ἀείποτε μετὰ ῥημάτων δηλούντων πάθος, ἐπιθυμίαν, κτλ., ἰδίως μετὰ τῶν: μεμάασι, μεμαώς, μεμαυῖα, ἀπαύστως προσπαθῶν, πλήρης ἀκορέστου πόθου, Ἰλ. Δ. 440, κτλ.: ἄμοτον κλαίω τεθνηότα, κλαίω ἀπαύστως, Τ. 300· ἄμ. κεχολωμένος, ἀνεξιλάστως, ἀδυσωπήτως ὠργισμένος, Ψ. 567· ἄμ. μενεαίνειν Ἡσ. Ἀσπ. 361· ἡμίονοι ἄμοτον τανύοντο, μετ’ ἀδιακόπου ἀντοχῆς καὶ εὐτόνως ἐβάδιζον πρὸς τὰ ἐμπρός, Ὀδ. Ζ. 83: παρὰ μεταγεν., σφοδρῶς, βιαίως, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 78, κτλ.: - μεταγεν. ὁμαλ. ἐπίρρ. -τως Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 440. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. ἄμοτος, ον, μανιώδης, ἄγριος, θὴρ Θεόκρ. 25. 242· λὶς αὐτόθι 202 (κατὰ Meineke)· πῦρ Μόσχ. 4. 104. - Ἐπ. λέξις, (Πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ μέμονα μετὰ α ἐπιτακτικοῦ ἢ εὐφων.).

English (Autenrieth)

eagerly, vehemently; esp. with μέμαα, κλαίω, κεχολωμένος, τανύοντο.

Greek Monolingual

ἄμοτον επίρρ. (Α)
1. ακατάπαυστα, αδιάκοπα, συνεχώς
2. βίαια, σφοδρά, ορμητικά
3. ακλόνητα, ακίνητα, σταθερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικος τ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < - αθροιστ. + μόθος «μάχη». Πιο αληθοφανής η άποψη που διακρίνει στον τ. επίθ. σε -τος με θ. μεν- (μέμονα) στη συνεσταλμ. βαθμίδα (mn) και πρόθημα εν- επίσης στη συνεσταλμ. βαθμίδα (η): n-mn-το-s > α-μο (αντί -μα- γιατί στην αιολ., αχαϊκή nΰ ο) -το-ς > ἄμοτος.
ΠΑΡ. ἄμοτος)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: incessantly, without pause (Il.), especially in the phrase ἄμοτον μεμαώς.
Other forms: From there the adj. ἄμοτος (Theoc.).
Origin: IE [Indo-European] [746] *meh₃- get tired
Etymology: Uncertain, as the exact meaning is unknown. Seiler, KZ 75, 1957, 1943f, assumes zero grade of μεν- + the zero grade of ἐν, as in ἐμμεμαώς; but zero grade of ἐν has never been shown with certainty. Forssman, O-o-pe-ro-si FS Risch, 1986, 329-339 explains *n̥-mn̥-tom memn̥wos as Unerstrebtes/-bares erstrebend, with Greek and Skr. parallels. Tempting, but for the oldest formula, with Eris (twice, verse end), the proposed meaning does not fit: it is slearly incessantly, indefatigable; and this meaning is possible with *mh₃-, from μῶλος, μόλις, OHG muojan, muodi tired, Goth. af-mauiÞs id. (< *mo-etos), Russ. maju.

Frisk Etymology German

ἄμοτον: {ámoton}
Forms: Daraus das Adj. ἄμοτος (Theok., Mosch.; unsicher Simon. 37, 16).
Grammar: ep. Adv. (seit Il.),
Meaning: vielleicht unaufhörlich, unermüdlich, besonders im Ausdruck ἄμοτον μεμαώς.
Etymology: Da sich die Bedeutung von ἄμοτον nicht sicher feststellen läßt, sind alle Erklärungsversuche hypothetisch. Vgl. Bq s. v., Bechtel Lex., Pisani Ist. Lomb. 77, 547f.
Page 1,95