ἀνασχινδυλεύω: Difference between revisions
From LSJ
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνασχινδα- Phryn.<i>PS</i> p.48<br />[[empalar]] ὁ δίκαιος ... ἀνασχινδυλευθήσεται Pl.<i>R</i>.362a, cf. Phryn.l.c. como glos. a Pl. | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνασχινδα- Phryn.<i>PS</i> p.48<br />[[empalar]] ὁ δίκαιος ... ἀνασχινδυλευθήσεται Pl.<i>R</i>.362a, cf. Phryn.l.c. como glos. a Pl. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνασχινδυλεύω]] (Α) (και μτγν. ανασκινδυλεύω)<br />[[ανασκολοπίζω]], [[σταυρώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σκινδύλιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[σχίζω]]) «μικρό [[κομμάτι]] ξύλου»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
A = ἀνασκολοπίζω, Pl.R.362a; cf. ἀνασκινδυλεύω.
German (Pape)
[Seite 210] (att. für ἀνασκινδυλεύω), aufpfählen, kreuzigen, Plat. Rep. II, 362 a; s. B. A. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασχινδυλεύω: παρὰ μεταγενεστέροις συγγραφεῦσιν ἀνασκινδυλεύω, ἀνασκολοπίζω, Πλάτ. Πολ. 362Α· πρβλ. Πιερσ. Μοῖριν 360, Ρουγκ. Τίμ. 32.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀνασχινδα- Phryn.PS p.48
empalar ὁ δίκαιος ... ἀνασχινδυλευθήσεται Pl.R.362a, cf. Phryn.l.c. como glos. a Pl.
Greek Monolingual
ἀνασχινδυλεύω (Α) (και μτγν. ανασκινδυλεύω)
ανασκολοπίζω, σταυρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + σκινδύλιον (< σχίζω) «μικρό κομμάτι ξύλου»].