ἀπερικάλυπτος: Difference between revisions
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
(big3_5) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[desvelado]], [[inocultable]] (πῦρ) φωτιστικὸν ταῖς ἀ. ἐλλάμψεσιν Dion.Ar.<i>CH</i> M.3.329B.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[abiertamente]] ὡς φῶς ἀ. ... καταυγάζον Dion.Ar.<i>CH</i> M.3.144D. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[desvelado]], [[inocultable]] (πῦρ) φωτιστικὸν ταῖς ἀ. ἐλλάμψεσιν Dion.Ar.<i>CH</i> M.3.329B.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[abiertamente]] ὡς φῶς ἀ. ... καταυγάζον Dion.Ar.<i>CH</i> M.3.144D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπερικάλυπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει περικαλυφθεί, δεν έχει σκεπαστεί [[γύρο]] [[γύρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φανερός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
[κᾰ], ον,
A uncovered, exposed, in Adv. -τως undisguisedly, Hld.8.5.
German (Pape)
[Seite 287] unverhüllt, unumwunden, Hel. 8, 5 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερικάλυπτος: -ον, ὁ μὴ περικεκαλυμμένος, ἐκτεθειμένος, διότι ἐνδιατρίβει ὁ ἥλιος ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῷ ἀπερικαλύπτῳ Ἀριστ. π. Φυτῶν 2. 2, 18. ― Ἐπίρρ. -τως, φανερῶς, οὐχὶ ἐν κρυπτῷ, Ἡλιόδ. 8. 5.
Spanish (DGE)
-ον
1 desvelado, inocultable (πῦρ) φωτιστικὸν ταῖς ἀ. ἐλλάμψεσιν Dion.Ar.CH M.3.329B.
2 adv. -ως abiertamente ὡς φῶς ἀ. ... καταυγάζον Dion.Ar.CH M.3.144D.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπερικάλυπτος, -ον)
αυτός που δεν έχει περικαλυφθεί, δεν έχει σκεπαστεί γύρο γύρο
αρχ.
φανερός.