ἀποληρέω: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(big3_6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[decir sin ton ni son]] τι D.19.182, πολλὰ ... καὶ μάταια ἐς τὸν [[Αὔγουστον]] D.C.53.23.5, ἄλλα D.C.72.4.2, τοιαῦτα πρὸς αὑτόν Longus 1.17.4, ὅτι τις βούλεται Sch.Gal.1.414M.(p.48)<br /><b class="num">•</b>abs. [[decir tonterías]] Plb.34.6.15.
|dgtxt=[[decir sin ton ni son]] τι D.19.182, πολλὰ ... καὶ μάταια ἐς τὸν [[Αὔγουστον]] D.C.53.23.5, ἄλλα D.C.72.4.2, τοιαῦτα πρὸς αὑτόν Longus 1.17.4, ὅτι τις βούλεται Sch.Gal.1.414M.(p.48)<br /><b class="num">•</b>abs. [[decir tonterías]] Plb.34.6.15.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποληρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φλυαρώ]] για οποιονδήποτε λόγο ή [[θέμα]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποληρέω Medium diacritics: ἀποληρέω Low diacritics: αποληρέω Capitals: ΑΠΟΛΗΡΕΩ
Transliteration A: apolēréō Transliteration B: apolēreō Transliteration C: apolireo Beta Code: a)polhre/w

English (LSJ)

   A chatter at random, D.19.182, Longus 1.17; ἔς τινα D.C.53.23; τι Id.72.4.    2 outdo in foolish talk, τινά Plb.34.6.15.

German (Pape)

[Seite 312] sich verschwatzen, thöricht schwatzen, καὶ διήμαρτε Dem. 19, 182; τινά, im Schwatzen übertreffen, Pol. 33, 12; übh. schwatzen, Long. 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποληρέω: φλυαρῶ ὅ,τι ἂν τύχῃ, Λατ. delirare, Δημ. 398. 20· Λόγγ. 1. 7· ἔς τινα Δίων Κ. 53. 23· τι ὁ αὐτ. 72. 4· καὶ οὕτως ἐν Πολυβ. 33. 12, 10· ὁ Λ. Δινδ. ὑποθέτει ὅτι τὰ δύο ῥήματα ὑπερβεβληκέναι καὶ ἀπολεληρηκέναι πρέπει να μεταβάλωσι θέσεις.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
radoter, dire des riens.
Étymologie: ἀπό, ληρέω.

Spanish (DGE)

decir sin ton ni son τι D.19.182, πολλὰ ... καὶ μάταια ἐς τὸν Αὔγουστον D.C.53.23.5, ἄλλα D.C.72.4.2, τοιαῦτα πρὸς αὑτόν Longus 1.17.4, ὅτι τις βούλεται Sch.Gal.1.414M.(p.48)
abs. decir tonterías Plb.34.6.15.

Greek Monotonic

ἀποληρέω: μέλ. -ήσω, φλυαρώ για οποιονδήποτε λόγο ή θέμα, σε Δημ.